cropped

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈkrɒpt/

From the verb crop: (⇒ conjugate)
cropped is: Click the infinitive to see all available inflections
v past
v past p
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: cropped, crop

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
cropped adj (image: cut)κομμένος επίθ
 You may have to use a cropped photo because of the restrictions on file size.
cropped adj (hair: cut short) (μαλλιά)κοντός επίθ
 The lieutenant's hair was cropped and his clothing was immaculate.
cropped,
crop
adj
(clothing: short)crop, cropped επίθ άκλ
  κοντός επίθ
  που αφήνει ακάλυπτη τη μέση περίφρ
 The teenage girls wore short skirts and cropped tops.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
crop n (farming: [sth] cultivated)καλλιέργεια ουσ θηλ
 Grandmother's farm always bore crops of corn and tomatoes.
 Το αγρόκτημα της γιαγιάς είχε πάντα καλλιέργειες καλαμποκιού και ντομάτας.
crop n (farming yield)σοδειά ουσ θηλ
  συγκομιδή ουσ θηλ
 This year's corn crop was poor after the torrential summer rains.
 Η σοδειά (or: συγκομιδή) καλαμποκιού αυτής της χρονιάς ήταν φτωχή μετά τις καταρρακτώδεις βροχές του καλοκαιριού.
crop n figurative (group of [sth])φουρνιά ουσ θηλ
 This year we have a fine crop of new basketball players.
 Τη χρονιά αυτή έχουμε μια καλή φουρνιά από νέους μπασκετμπολίστες.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
crop,
riding crop
n
(whip)μαστίγιο ουσ ουδ
  (καθομιλουμένη, παλαιό)καμτσίκι, καμουτσίκι ουσ ουδ
 If the horse refuses to walk, just use the crop.
crop n (short hairstyle) (γυναικεία μαλλιά)αγορίστικα επίθ
  αγορέ επίθ
  κοντά επίθ
  (αντρικά μαλλιά)πιο μακρυά στην κορυφή και πολύ κοντά κάτω
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία.
 Angie has blonde hair cut in a stylish crop.
crop n figurative (abundance of [sth])αφθονία ουσ θηλ
  (μαλλιά)πλούσια επίθ
 He was proud of his crop of curly black hair.
crop [sth] vtr (cut off parts of a plant)κλαδεύω ρ μ
 The gardener cropped the hedges neatly.
crop [sth] vtr (remove, trim)κόβω ρ μ
  (στον υπολογιστή)κάνω περικοπή σε κτ περίφρ
 The photographer cropped the photo so it would fit in the frame.
crop [sth] vtr (cut hair close to the scalp)κόβω, κουρεύω ρ μ
  (μεγαλύτερη ακρίβεια)κουρεύω πολύ κοντά περίφρ
  κοντοκουρεύω ρ μ
 The barber cropped the man's hair.
 Ο μπαρμπέρης έκοψε τα μαλλιά του άντρα.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Phrasal verbs
crop | cropped
ΑγγλικάΕλληνικά
crop [sth] out,
crop out [sth]
vtr phrasal sep
(eliminate: from an image)κόβω ρ μ
  (κατά λέξη)αφαιρώ με περικοπή περίφρ
crop up vi phrasal informal (appear suddenly)εμφανίζομαι, ανακύπτω ρ αμ
  (καθομιλουμένη)ξεφυτρώνω ρ αμ
  (καθομιλουμένη, μεταφορικά)σκάω μύτη έκφρ
Σχόλιο: often used in the continuous after "keep", "start"
 Problems started cropping up when we installed the new software.
 Όταν εγκαταστήσαμε το νέο λογισμικό άρχισαν να εμφανίζονται (or: να ανακύπτουν) προβλήματα.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
cropped | crop
ΑγγλικάΕλληνικά
close-cropped adj (hair, grass: cut short) (φυτά)κοντοκομμένος επίθ
  (μαλλιά)κοντοκουρεμένος επίθ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'cropped' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση cropped στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «cropped».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!