crooked

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈkrʊkɪd/

US:USA pronunciation: IPAUSA pronunciation: IPA/ˈkrʊkɪd/

US:USA pronunciation: respellingUSA pronunciation: respelling(krŏŏkid for 1-4, 6; krŏŏkt for 5)


  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: crooked, crook

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
crooked adj (not straight)στραβός επίθ
  (επίσημο, λόγιος)στρεβλός επίθ
 Every line I draw is crooked.
 Κάθε γραμμή που τραβάω είναι στραβή.
crooked adj figurative, informal ([sth]: corrupt) (μεταφορικά)διάτρητος επίθ
  βρόμικος επίθ
 The deal was crooked; the mayor made sure that the contract went to his friends.
 Η συμφωνία ήταν βρόμικη. Ο δήμαρχος φρόντισε το συμβόλαιο να πάει στους φίλους του.
crooked adj figurative, informal (person: corrupt)διεφθαρμένος μτχ πρκ
  (μεταφορικά)βρόμικος επίθ
 Crooked inspectors had been taking bribes to approve unsafe buildings.
 Οι διεφθαρμένοι επιθεωρητές έπαιρναν χρήματα για να εγκρίνουν μη ασφαλή κτίρια.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
crook n informal (criminal)απατεώνας, απατεώνισσα ουσ αρσ, ουσ θηλ
  λωποδύτης, λωποδύτισσα ουσ αρσ, ουσ θηλ
  (μεταφορικά)επιτήδειος ουσ αρσ
 The bookkeeper was a crook who had been stealing from them for years.
 Ο λογιστής ήταν ένας επιτήδειος που τους έκλεβε για χρόνια.
crook n (shepherd's staff)γκλίτσα ουσ θηλ
 Marilyn is looking for a crook to go with her shepherdess costume.
 Η Μέριλυν ψάχνει μια γκλίτσα που θα πηγαίνει με το κουστούμι του βοσκού.
crook n (bishop's crozier) (ποιμαντορική)ράβδος ουσ θηλ
 The bishop wore a richly embroidered robe, but he carried a simple wooden crook.
 Ο επίσκοπος φορούσε βαριά κεντημένα άμφια, αλλά κρατούσε μια απλή ξύλινη ράβδο.
crook n (angle: of elbow, arm)γωνία ουσ θηλ
  πτυχή ουσ θηλ
  το σημείο που κάνει γωνία περίφρ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία.
 Max was holding his baby in the crook of his arm.
crook n (sharp bend in a road)κλειστή στροφή επίθ + ουσ θηλ
 Drive slowly when you reach a crook in the road.
crook n (bend in [sth])κύρτωμα ουσ ουδ
  καμπή ουσ θηλ
  (υπάρχει επί τούτου)χερούλι ουσ ουδ
  λαβή ουσ θηλ
 She hung the umbrella up by its crook.
crook [sth] vtr (bend)λυγίζω ρ μ
 Holmes crooked his finger and motioned to me to follow him.
crook adj AU (ill, unwell) (άτομο)άρρωστος επίθ
  που έχει πρόβλημα περίφρ
  (καθομιλουμένη)σακατεμένος μτχ πρκ
 Carl walks slowly because of his crook knee.
 Bill missed the party because he was crook.
 Ο Μπιλ δεν ήρθε στο πάρτυ επειδή ήταν άρρωστος.
 Ο Καρλ περπατάει αργά επειδή έχει πρόβλημα με το γόνατό του.
 Ο Καρλ περπατάει αργά επειδή το γόνατό του είναι σακατεμένο.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
crook [sb] out of [sth] v expr slang (obtain from [sb] by swindling) (μεταφορικά, ανεπίσημο)σουφρώνω κτ από κπ, τρώω κτ από κπ ρ μ + πρόθ
 The conman who knocked on my grandad's door managed to crook him out of his life savings.
crook [sb] vtr slang (swindle) (καθομ, μεταφορικά)κοροϊδεύω, ξεγελάω, ξεγελώ ρ μ
  εξαπατάω, εξαπατώ ρ μ
  (στερώ εμμέσως χρήματα)κλέβω ρ μ
 When Ruth realized that Mick was crooking her, she broke the contract.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
crook | crooked
ΑγγλικάΕλληνικά
by hook or by crook adv figurative (by any means necessary)με κάθε τρόπο, με κάθε δυνατό μέσο έκφρ
shepherd's crook n (hooked or curved stick) (για περπάτημα)μπαστούνι ουσ ουδ
  (του βοσκού)γκλίτσα ουσ θηλ
small-time crook n (minor thief, robber)μικροαπατεώνας ουσ αρσ
 Hugh was just a small-time crook until he met Pete.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'crooked' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: has crooked teeth, his teeth are crooked, has a crooked [spine, nose], περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση crooked στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «crooked».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!