WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
cross country, cross-country n | (foot race: across fields) (μεταφορικά) | ανώμαλος δρόμος φρ ως ουσ ουδ |
| | | αγώνας ανώμαλου δρόμου φρ ως ουσ ουδ |
| | I'm good at athletics but don't have the stamina for cross country. |
| | Είμαι καλός στον στίβο, αλλά δεν έχω την αντοχή που απαιτείται για τον ανώμαλο δρόμο. |
| cross country adv | (across a country) | από τη μία πλευρά της χώρας στην άλλη περίφρ |
| | | διασχίζω όλη τη χώρα περίφρ |
| | We took a trip cross country from New York to California. |
| | Διασχίσαμε όλη τη χώρα ταξιδεύοντας από τη Νέα Υόρκη ως την Καλιφόρνια. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| cross-country adj | (race: across countryside) (μεταφορικά: δρόμος) | ανώμαλος επίθ |
| | | σε ανώμαλο δρόμο, σε ανώμαλο έδαφος περίφρ |
| | (σε γενική) | ανώμαλου δρόμου επίθ + ουσ αρσ |
| | Cross-country races were dropped from the Olympics in 1924. |
| cross-country adj | (skiing: across fields) (σε γενική) | αντοχής ουσ ως επίθ |
| | | cross-country επίθ άκλ |
| | The snow-covered fields were perfect for cross-country skiing. |
| cross-country adj | (journey: across a country) | από το ένα άκρο της χώρας ως το άλλο περίφρ |
| | | σε όλη τη χώρα περίφρ |
| | He set off on his cross-country adventure from Washington to Los Angeles. |
| cross-country adv | (across countryside) | στην εξοχή περίφρ |
| | (σκι) | εκτός πίστας περίφρ |
| | We skied cross-country, following the river. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: