• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: shingled, shingle

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
shingled adj (roof, wall: covered in shingles)καλυμμένος με σανίδες περίφρ
shingled adj (with pebbles)βοτσαλωτός επίθ
 Waves crashed upon the shingled shore.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
shingled adj dated (hair: close-cropped)κοντός επίθ
  κοντοκουρεμένος μτχ πρκ
 The girl had shingled hair.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
shingle n uncountable (stony beach)παραλία ουσ θηλ
  βότσαλα ουσ ουδ πλ
  (κατά λέξη)παραλία με βότσαλα περίφρ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία.
 We walked along the shingle as far as the first headland.
shingle n uncountable (small stones, gravel)βότσαλο ουσ ουδ
  χαλίκι ουσ ουδ
  (τεχνικός όρος)κροκάλα ουσ θηλ
 We heard the crunch of car tyres on the shingle outside.
shingle n (roof or wall tile)πλάκα, σανίδα ουσ θηλ
  (επίσημο)πέταυρο ουσ ουδ
 The storm blew several shingles off the roof.
shingles,
shingles disease
n
uncountable (virus causing pain and rash)έρπης ζωστήρας φρ ως ουσ αρσ
 Gavin is off work because he has shingles.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
shingle n US (small signboard)ταμπελάκι ουσ ουδ
  ταμπελίτσα ουσ θηλ
  ταμπέλα ουσ θηλ
 The shop's name was displayed on a wooden shingle.
shingle n dated (women's hairstyle)αγορίστικο καρέ επίθ + ουσ ουδ άκλ
 The shingle was fashionable in the 1920s.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
shingle | shingled
ΑγγλικάΕλληνικά
wood shingle n (wooden roof tile) (ξύλινο κεραμίδι)σχιστόπλακα ουσ θηλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση shingled στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «shingled».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!