Ο όρος 'contents' παραπέμπει στον όρο 'content'. Θα τον βρείτε σε μία ή περισσότερες από τις παρακάτω γραμμές.'contents' is cross-referenced with 'content'. It is in one or more of the lines below.
Κύριες μεταφράσεις |
content adj | (happy) | χαρούμενος, ευτυχισμένος, ευτυχής επίθ |
| The cat was curled up by the fire, looking content. |
| Η γάτα ήταν κουλουριασμένη δίπλα στη φωτιά, δείχνοντας ευτυχισμένη. |
content to do [sth], content with doing [sth] adj | (satisfied) (που κάνω κτ, που συμβαίνει κτ) | χαρούμενος μτχ πρκ |
| | ικανοποιημένος, ευχαριστημένος μτχ πρκ |
| | χαίρομαι ρ αμ |
| She was content to hear about his promotion. |
| ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Είμαι πολύ χαρούμενος που ο γιος μου τα πάει καλά στο σχολείο. |
| ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Είμαι πολύ ευχαριστημένος (or: ικανοποιημένος) που ο γιος μου τα πάει καλά στο σχολείο. |
| Χάρηκε όταν έμαθε για την προαγωγή του. |
content n | (substance) | περιεχόμενο ουσ ουδ |
| The content of the essay is interesting and important. |
| Το περιεχόμενο της έκθεσης είναι ενδιαφέρον και σημαντικό. |
content n | (ideas contained) | περιεχόμενο ουσ ουδ |
| (μεταφορικά) | ουσία ουσ θηλ |
| | νόημα ουσ ουδ |
| The article was well structured, but it didn't have much content. |
| Το άρθρο ήταν καλά δομημένο, αλλά δεν είχε πολύ ουσία. |
contents npl | ([sth] inside a container) | περιεχόμενο ουσ ουδ |
| Vera emptied the contents of her handbag onto the table. |
| Η Βέρα άδειασε το περιεχόμενο της τσάντας της πάνω στο τραπέζι. |
contents npl | (book: list of chapters) | περιεχόμενα ουσ ουδ πλ |
| The contents are at the front of the book. |
| Τα περιεχόμενα βρίσκονται στο μπροστινό μέρος του βιβλίου. |
content n | (digital: text, data, video, information) | περιεχόμενο ουσ ουδ |
| | υλικό ουσ ουδ |
| Jeff's job is to make sure the content of the website is always up to date. |
| Η δουλειά του Τζεφ είναι να διασφαλίζει ότι το περιεχόμενο της ιστοσελίδας είναι πάντα ενημερωμένο. |
content n | (pleasure) | ευχαρίστηση, χαρά ουσ θηλ |
| | ικανοποίηση ουσ θηλ |
| His content with his children's success was obvious. |
| Η ευχαρίστησή του για την επιτυχία των παιδιών του ήταν εμφανής. |
Επιπλέον μεταφράσεις |
content yourself with [sth] v expr | (be satisfied with [sth]) | αρκούμαι σε κτ ρ αμ + πρόθ |
| | ικανοποιούμαι με κτ ρ αμ + πρόθ |
| I'm too old to party on a Friday night; these days I content myself with a cup of tea and a few episodes of my favourite TV show. |
content yourself with doing [sth] v expr | (be satisfied with doing [sth]) | αρκούμαι στο να κάνω κτ περίφρ |
| | ικανοποιούμαι με το να κάνω κτ περίφρ |
| Jane had to content herself with redecorating her kitchen as she couldn't afford to have a new one fitted. |