• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage
Ο όρος 'contents' παραπέμπει στον όρο 'content'. Θα τον βρείτε σε μία ή περισσότερες από τις παρακάτω γραμμές.'contents' is cross-referenced with 'content'. It is in one or more of the lines below.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
content adj (happy)χαρούμενος, ευτυχισμένος, ευτυχής επίθ
 The cat was curled up by the fire, looking content.
 Η γάτα ήταν κουλουριασμένη δίπλα στη φωτιά, δείχνοντας ευτυχισμένη.
content to do [sth],
content with doing [sth]
adj
(satisfied) (που κάνω κτ, που συμβαίνει κτ)χαρούμενος μτχ πρκ
  ικανοποιημένος, ευχαριστημένος μτχ πρκ
  χαίρομαι ρ αμ
 She was content to hear about his promotion.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Είμαι πολύ χαρούμενος που ο γιος μου τα πάει καλά στο σχολείο.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Είμαι πολύ ευχαριστημένος (or: ικανοποιημένος) που ο γιος μου τα πάει καλά στο σχολείο.
 Χάρηκε όταν έμαθε για την προαγωγή του.
content n (substance)περιεχόμενο ουσ ουδ
 The content of the essay is interesting and important.
 Το περιεχόμενο της έκθεσης είναι ενδιαφέρον και σημαντικό.
content n (ideas contained)περιεχόμενο ουσ ουδ
  (μεταφορικά)ουσία ουσ θηλ
  νόημα ουσ ουδ
 The article was well structured, but it didn't have much content.
 Το άρθρο ήταν καλά δομημένο, αλλά δεν είχε πολύ ουσία.
contents npl ([sth] inside a container)περιεχόμενο ουσ ουδ
 Vera emptied the contents of her handbag onto the table.
 Η Βέρα άδειασε το περιεχόμενο της τσάντας της πάνω στο τραπέζι.
contents npl (book: list of chapters)περιεχόμενα ουσ ουδ πλ
 The contents are at the front of the book.
 Τα περιεχόμενα βρίσκονται στο μπροστινό μέρος του βιβλίου.
content n (digital: text, data, video, information)περιεχόμενο ουσ ουδ
  υλικό ουσ ουδ
 Jeff's job is to make sure the content of the website is always up to date.
 Η δουλειά του Τζεφ είναι να διασφαλίζει ότι το περιεχόμενο της ιστοσελίδας είναι πάντα ενημερωμένο.
content n (pleasure)ευχαρίστηση, χαρά ουσ θηλ
  ικανοποίηση ουσ θηλ
 His content with his children's success was obvious.
 Η ευχαρίστησή του για την επιτυχία των παιδιών του ήταν εμφανής.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
content yourself with [sth] v expr (be satisfied with [sth])αρκούμαι σε κτ ρ αμ + πρόθ
  ικανοποιούμαι με κτ ρ αμ + πρόθ
 I'm too old to party on a Friday night; these days I content myself with a cup of tea and a few episodes of my favourite TV show.
content yourself with doing [sth] v expr (be satisfied with doing [sth])αρκούμαι στο να κάνω κτ περίφρ
  ικανοποιούμαι με το να κάνω κτ περίφρ
 Jane had to content herself with redecorating her kitchen as she couldn't afford to have a new one fitted.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
content word (linguistics) (γλωσσολογία)λέξη περιεχομένου φρ ως ουσ θηλ
  λεξικό μόρφημα επίθ + ουσ ουδ
protein content n (amount of protein in a food)περιεκτικότητα σε πρωτεΐνη φρ ως ουσ θηλ
salt content n (amount of salt in [sth](πόσο αλάτι περιέχει κάτι)ποσοστό αλατιού, ποσό αλατιού περίφρ
  (επίσημο)ποσοστό άλατος, ποσό άλατος περίφρ
  (επίσημο)περιεκτικότητα άλατος, περιεκτικότητα σε άλατα, περιεκτικότητα σε αλάτι περίφρ
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Τι ποσοστό αλατιού αναγράφει αυτή η συσκευασία;
to your heart's content adv figurative, informal (as much as you please)όσο τραβάει η όρεξη σου έκφρ
 You can ask me to your heart's content, but I won't answer your questions.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'contents' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση contents στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «contents».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!