contentious

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/kənˈtɛnʃəs/US:USA pronunciation: respellingUSA pronunciation: respelling(kən tenshəs)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
contentious adj (person: argumentative)εριστικός επίθ
 He gets really contentious when he's tired.
 Γίνεται πολύ εριστικός όταν είναι κουρασμένος.
contentious adj (subject: disputed)αμφιλεγόμενος, αμφισβητούμενος μτχ ενεστ
  (αντικείμενο αντιπαράθεσης)επίμαχος επίθ
 Abortion is an extremely contentious issue.
 Η έκτρωση είναι ένα εξαιρετικά αμφιλεγόμενο (or: αμφισβητούμενο) ζήτημα.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η κυβέρνηση απέσυρε το επίμαχο νομοσχέδιο.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'contentious' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση contentious στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «contentious».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!