WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
catalog (US), catalogue (UK) n | (sales brochure) (με προϊόντα) | κατάλογος ουσ αρσ |
| | A lot of mail order companies have stopped printing catalogs. |
| | Πολλές εταιρείες παραγγελιών μέσω ταχυδρομείου σταμάτησαν να τυπώνουν καταλόγους. |
catalog (US), catalogue (UK) n | (library contents list) | κατάλογος ουσ αρσ |
| | You can search the library's catalog online. |
| | Μπορείς να ψάξεις τον κατάλογο της βιβλιοθήκης διαδικτυακά. |
catalog of [sth] (US), catalogue of [sth] (UK) n | figurative (record, list) | κατάλογος ουσ αρσ |
| | | λίστα, κατάσταση ουσ θηλ |
| | The catalog of his sports achievements is impressive. |
| | She read me a catalogue of all the things I was doing wrong. |
| | Ο κατάλογος των αθλητικών του επιτευγμάτων είναι εντυπωσιακός. // Μου διάβασε έναν κατάλογο με όλα τα πράγματα που έκανα λάθος. |
| | Η λίστα των αθλητικών του επιτευγμάτων είναι εντυπωσιακή. // Μου διάβασε μια λίστα με όλα τα πράγματα που έκανα λάθος. |
catalog [sth] (US), catalogue [sth] (UK)⇒ vtr | (compile a list, inventory) | καταγράφω ρ μ |
| | | συντάσσω κατάλογο, φτιάχνω κατάλογο περίφρ |
| | Can you catalog all the things you need before we start? We catalogued the house's contents for insurance purposes. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: