Κύριες μεταφράσεις |
conscious adj | (not unconscious, aware) | που έχει τις αισθήσεις του περίφρ |
| The patient is conscious and talking. |
| Ο ασθενής έχει τις αισθήσεις του και μιλάει. |
be conscious that v expr | (with clause: aware that) | έχω επίγνωση ότι/πως, γνωρίζω ότι/πως περίφρ |
| | αντιλαμβάνομαι ότι/πως περίφρ |
| When I took the exam, I was conscious that my parents were expecting a lot of me. |
| Όταν έγραψα το διαγώνισμα, είχα επίγνωση ότι οι γονείς μου περίμεναν πολλά από μένα. |
conscious adj | (intentional) | συνειδητός επίθ |
| Steve's disobedience was a conscious act. |
| Η ανυπακοή του Στηβ ήταν συνειδητή πράξη. |
conscious, -conscious adj | (aware of [sth]) (συνήθως καλό: με γενική) | που έχει αίσθηση περίφρ |
| (γενικά) | που ασχολείται με κτ, που ενδιαφέρεται για κτ, που προσέχει κτ περίφρ |
| (συνήθως κακό) | που ανησυχεί για κτ περίφρ |
Σχόλιο: Used in combination |
| Marnie is a very fashion-conscious person. |
| Η Μάρνι έχει αίσθηση της μόδας. |
be conscious of [sth/sb] v expr | (aware) | αντιλαμβάνομαι, γνωρίζω περίφρ |
| (με γενική) | έχω επίγνωση περίφρ |
| He was conscious of the people around him, but did not acknowledge them. |
| Αντιλαμβανόταν ότι υπήρχε κόσμος γύρω του, αλλά δεν τους έδινε σημασία. |
be conscious of doing [sth] v expr | (aware of your actions) | αντιλαμβάνομαι ότι/πως κάνω κτ περίφρ |
| | έχω συναίσθηση ότι/πως κάνω κτ, έχω επίγνωση ότι/πως κάνω κτ, γνωρίζω ότι/πως κάνω κτ περίφρ |
| | κάνω κτ συνειδητά ρ μ + επίρ |
| We make judgements about people all the time without being conscious of doing so. |
be conscious of [sth/sb] v expr | (self-conscious about [sth]) | νιώθω ανασφάλεια για κτ/κπ περίφρ |
| He was conscious of his big feet, so he avoided dancing. |
| Ένιωθε ανασφάλεια για τα μεγάλα πόδια του, και έτσι απέφευγε να χορεύει. |
be conscious of doing [sth] v expr | (mindful of your actions) | προσέχω ρ αμ |
| | είμαι προσεχτικός, είμαι προσεκτικός ρ έκφρ |
| Be conscious of how you step, because the rocks are slippery. |
| Να προσέχεις πως πατάς, γιατί οι πέτρες γλιστράνε. |
the conscious n | (psychology: conscious mind) | το συνειδητό άρθ ορ + ουσ ουδ |
| The conscious is responsible for reasoning. |