• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
Σε αυτή τη σελίδα: consecrated, consecrate

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
consecrated adj (made sacred)ιερός επίθ
 The church was built on consecrated ground.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
consecrate [sth] vtr (make sacred)καθαγιάζω ρ μ
 The old church was consecrated in 1825.
consecrate [sth] to [sb] vtr (dedicate, devote)αφιερώνω κτ σε κτ ρ μ + πρόθ
 The new mother vowed to consecrate her life to her child.
consecrate [sth] to [sth] vtr (dedicate, devote)αφιερώνω κτ σε κτ ρ μ + πρόθ
 Francis decided to consecrate his life to the church.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'consecrated' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση consecrated στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «consecrated».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!