WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| alert adj | (awake) | σε εγρήγορση περίφρ |
| | (μεταφορικά) | ξύπνιος επίθ |
| | Even though it was early morning, Emily felt alert and energetic. |
| | Αν και ήταν αρκετά πρωί, η Έμιλυ ένιωθε ότι ήταν σε εγρήγορση και ενεργητική. |
| alert n | (warning) | ειδοποίηση, προειδοποίηση ουσ θηλ |
| | The city issued an alert about the high bacteria content of the drinking water. |
| | Η πόλη εξέδωσε προειδοποίηση για υψηλή συγκέντρωση βακτηρίων στο πόσιμο νερό. |
| alert n | (sound: alarm) | συναγερμός ουσ αρσ |
| | When Chelsea heard the tornado alert, she took her kids to the basement. |
| | Όταν η Τσέλσυ έμαθε για το συναγερμό για ανεμοστρόβιλο, πήγε τα παιδιά της στο υπόγειο. |
| alert n | (period warning is in effect) (έκτακτη ανάγκη) | συναγερμός ουσ αρσ |
| | | ειδοποίηση, προειδοποίηση ουσ θηλ |
| | During the tornado alert, the children were frightened, and some even cried. |
| | Κατά τη διάρκεια του συναγερμού για ανεμοστρόβιλο, τα παιδιά ήταν φοβισμένα και μερικά έκλαιγαν. |
| alert [sb]⇒ vtr | (warn) | ειδοποιώ, ενημερώνω ρ μ |
| | (από πριν) | προειδοποιώ ρ μ |
| | If anything changes, please alert your supervisor immediately. |
| | Αν υπάρξει αλλαγή, σε παρακαλώ ενημέρωσε τον προϊστάμενό σου αμέσως. |
| alert [sb] to [sth] vtr + prep | (make aware) (κπ για κτ) | ενημερώνω ρ μ |
| | (από πριν: κπ για κτ) | προειδοποιώ ρ μ |
| | Milo's boss alerted him to the change in policy. |
| | Το αφεντικό του Μίλο τον ενημέρωσε για την αλλαγή στην πολιτική. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: