• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: claimed, claim

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
claimed adj (supposed, alleged)που αναφέρεται περίφρ
  δηλωθείς μτχ ενεστ
  υποτιθέμενος μτχ πρκ
 The psychic's claimed ability to speak to spirits attracts huge audiences.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
claim n (assertion)ισχυρισμός ουσ αρσ
 Their claim was that they had been cheated.
 Ο ισχυρισμός τους ήταν ότι είχαν εξαπατηθεί.
claim n (demand for payment) (απαίτηση για πληρωμή)διεκδίκηση, απαίτηση ουσ θηλ
  (επίσημο)αξίωση ουσ θηλ
 The driver filed an insurance claim.
 Ο οδηγός κατέθεσε αίτηση για ασφαλιστικές διεκδικήσεις (or: απαιτήσεις).
claim,
claim to [sth]
n
(demand)διεκδίκηση, απαίτηση ουσ θηλ
  (επίσημο)αξίωση ουσ θηλ
 His claim to the property was rejected.
 Η διεκδίκησή του όσον αφορά το ακίνητο απορρίφθηκε.
claim,
claim on [sth]
n
(right)δικαίωμα ουσ ουδ
 I have first claim on the property.
 Έχω κύριο δικαίωμα στην ιδιοκτησία.
claim,
claim that
vtr
(with clause: assert that) (ότι, πως)ισχυρίζομαι, διατείνομαι ρ μ
  υποστηρίζω ρ μ
 Roger claims that he has seen aliens.
 Ο Ρότζερ ισχυρίζεται ότι έχει δει εξωγήινους.
claim to do [sth] v expr (achievement: assert)ισχυρίζομαι ότι/πως κάνω κτ, υποστηρίζω ότι/πως κάνω κτ έκφρ
  (λόγιος)διατείνομαι ότι/πως κάνω κτ έκφρ
 This paint brand claims to cover a larger area than that rival brand.
 Αυτή η εταιρεία βαφών ισχυρίζεται ότι καλύπτει μεγαλύτερη επιφάνεια σε σχέση με του ανταγωνιστές της.
claim to be [sth] v expr (say that you are)ισχυρίζομαι ότι είμαι κτ, διατείνομαι ότι είμαι κτ περίφρ
 You claim to be a musician, but is this the truth? The young man claimed to be her long-lost son.
 Ισχυρίζεσαι (or: Διατείνεσαι) πως είσαι μουσικός, αλλά είναι αλήθεια αυτό;
claim to have done [sth] v expr (achievement: assert) (ότι/πως έχω κάνει κτ)ισχυρίζομαι, υποστηρίζω ρ μ
  (λόγιο: ότι/πως έχω κάνει)διατείνομαι ρ μ
 Weston claimed to have invented a new method for producing copper.
 Ο Γουέστον υποστήριξε πως έχει εφεύρει μια νέα μέθοδο για την παραγωγή χαλκού.
claim [sth] vtr (demand [sth])απαιτώ, διεκδικώ ρ μ
  (επίσημο)αξιώνω ρ μ
 My father never claimed his visitation rights after my parents got divorced.
 Ο πατέρας δεν διεκδίκησε ποτέ τις επισκέψεις που δικαιούτο μετά το διαζύγιο των γονιών μου.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
claim n (land for mining)γη ουσ θηλ
  κομμάτι γης περίφρ
  (κατά λέξη)γη για εξόρυξη περίφρ
claim [sth] vtr (deserve [sth])αξιώνω ρ μ
 She claims a right to participate in the finals based on her defeat of all opponents so far.
 Αξιώνει δικαίωμα συμμετοχής στους τελικούς, βασιζόμενη στην ήττα όλων των αντιπάλων της ως τώρα.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
claim | claimed
ΑγγλικάΕλληνικά
baggage claim,
baggage reclaim
n
(airport area)χώρος παραλαβής αποσκευών ουσ αρσ
 We had to wait an hour and a half in baggage claim before our bags came through.
 Έπρεπε να περιμένουμε μιάμιση ώρα στον χώρο παραλαβής αποσκευών μέχρι να έρθουν οι βαλίτσες μας.
baggage reclaim,
reclaim,
baggage claim
n
(airport: luggage collection area)χώρος παραλαβής αποσκευών έκφρ
 When I got off the plane, I headed straight to baggage reclaim to wait for my suitcase.
claim [sth] back,
claim back [sth]
vtr + adv
(request repayment)ζητώ την επιστροφή του κτ έκφρ
claim for [sth] vi + prep (request payout)ζητώ ρ μ
  διεκδικώ ρ μ
  (επίμονα, επιτακτικά)απαιτώ ρ μ
Σχόλιο: Το ρήμα «απαιτώ» έχει πιο έντονη σημασία από τα άλλα δύο ρήματα.
claim form n (request for compensation)έντυπο αίτησης για αποζημίωση περίφρ
claim form n UK (law: summons) (από δικαστήριο)κλήτευση, κλήση ουσ θηλ
claim lives v expr (cause people to die)στοιχίζω ζωές έκφρ
  αφαιρώ ζωές, παίρνω ζωές έκφρ
 This perilous narrow stretch of road continues to claim lives.
claim the lives of v expr (cause people to die)στοιχίζω τη ζωή σε έκφρ
 The earthquake claimed the lives of 100 people.
file a claim v expr (application to insurance company)υποβάλλω αγωγή για αποζημίωση έκφρ
insurance claim n (request for insurance to be paid)αίτηση αποζημίωσης ουσ θηλ
 I have to file an insurance claim to be reimbursed for my doctor appointment.
lay claim to [sth] v expr (claim ownership of) (ιδιοκτησία)διεκδικώ ρ μ
 He laid claim to the house and the surrounding land.
 Διεκδίκησε το σπίτι και τη γη που το περιβάλλει.
lay claim to doing [sth] v expr (assert [sth] about yourself)ισχυρίζομαι ότι/πως ρ αμ
 Prudence laid claim to being the best singer in her family.
lay claim to [sth] v expr (claim to have)ισχυρίζομαι πως κατέχω περίφρ
legal claim n (right, [sth] demanded by law)νομική αξίωση επίθ + ουσ θηλ
qualifying claim n (eligible request for insurance payout)αξίωση που πληροί τις προϋποθέσεις περίφρ
  έγκυρη αξίωση επίθ + ουσ θηλ
stake your claim v expr (assert right) (μεταφορικά)καπαρώνω ρ αμ
 Well if you're not interested in her, do you mind if I stake my claim?
waive a claim v expr (give up one's right to [sth])παραιτούμαι δικαιώματος περίφρ
 After the conversation with the lawyer, the injured man decided to waive his claim to legal damages.
warranty claim n (request for repair or replacement of goods)απαίτηση βάσει εγγύησης περίφρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'claimed' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση claimed στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «claimed».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!