butt in



  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
butt in vi phrasal figurative, informal (spoken: interrupt) (μεταφορικά)πετάγομαι ρ αμ
 Please stop butting in; you'll have a turn to speak.
 Σε παρακαλώ σταμάτα να πετάγεσαι. Θα έρθει η σειρά σου να μιλήσεις.
butt in vi phrasal figurative, informal (actions: interfere)ανακατεύομαι ρ αμ
  αναμειγνύομαι ρ αμ
  μπερδεύομαι ρ αμ
  (καθομιλουμένη)χώνομαι ρ αμ
 I wish that instead of butting in, my mom would let me deal with things my way.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση butt in στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «butt in».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!