branded

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈbrændɪd/US:USA pronunciation: respellingUSA pronunciation: respelling(brandid)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage
Σε αυτή τη σελίδα: branded, brand

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
branded adj (animal: marked) (ζώο: σημαδεμένο)μαρκαρισμένος, σταμπαρισμένος μτχ πρκ
 The cattle aren't branded - no-one knows where they come from.
 Οι αγελάδες δεν είναι μαρκαρισμένες (or: σταμπαρισμένες) και έτσι δεν ξέρει κανείς από πού προέρχονται.
branded adj figurative (person: stigmatized, marked out) (άτομο, μεταφορικά)στιγματισμένος μτχ πρκ
 Since everyone found out about his criminal past, Terry is a branded man.
branded adj (goods: trademarked)επώνυμος επίθ
  που φέρει συγκεκριμένο εμπορικό σήμα περίφρ
 Branded goods are often no better than unbranded ones.
 Τα επώνυμα προϊόντα, συχνά, δεν είναι καλύτερα από τα ιδιωτικής ετικέτας.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
brand n (make, trademark)μάρκα ουσ θηλ
  φίρμα ουσ θηλ
 What brand of shoes do you buy?
 Τι μάρκα παπούτσια αγοράζεις;
brand [sth] vtr (mark cattle, etc.) (ζώα)μαρκάρω, πυροσφραγίζω ρ μ
 The farmer branded the cow with a hot iron.
 Ο αγρότης μάρκαρε (or: πυροσφράγισε) την αγελάδα με πυρωμένο σίδερο.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
brand n (style, manner) (συχνά παράξενο, ιδιαίτερο)είδος ουσ ουδ
  στυλ ουσ ουδ άκλ
 The others didn't share his brand of conservatism.
brand n (branding iron)πυροσφραγίδα ουσ θηλ
 The brand was hot and ready to mark the cattle.
brand n (mark made by branding iron)μαρκάρισμα ουσ ουδ
 You could tell the owner by the cow's brand.
brand [sb] vtr (stigmatise)στιγματίζω ρ μ
  (μεταφορικά, καθομιλουμένη)κρεμώ ταμπέλα σε κπ, βάζω ταμπέλα σε κπ, κολλώ ταμπέλα σε κπ περίφρ
 Some deaf children refuse to wear hearing aids because they are afraid of being branded.
 Κάποια κωφά παιδιά αρνούνται να χρησιμοποιήσουν ακουστικά βαρηκοΐας, γιατί φοβούνται μη στιγματιστούν.
 Κάποια κωφά παιδιά αρνούνται να χρησιμοποιήσουν ακουστικά βαρηκοΐας, γιατί φοβούνται ότι θα τους κολλήσουν συγκεκριμένη ταμπέλα.
brand [sb] [sth],
brand [sb] as [sth]
vtr
(stigmatise) (κάποιον ως κάτι)στιγματίζω, σταμπάρω ρ μ
  (ως κτ: σε μένα τον ίδιο)μου βγαίνει το όνομα έκφρ
 Because of his radical views, he was branded a revolutionary.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
branded | brand
ΑγγλικάΕλληνικά
branded goods npl (trademarked merchandise)επώνυμα προϊόντα επίθ + ουσ ουδ πλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'branded' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση branded στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «branded».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!