• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
branch out vi phrasal figurative (business: expand)επεκτείνομαι ρ αμ
 The company is branching out to South East Asia.
 Η εταιρεία επεκτείνεται στη νοτιοανατολική Ασία.
branch out vi phrasal figurative (develop diverse interests)επεκτείνομαι ρ αμ
  επεκτείνω ρ μ
 The business has recently branched out into providing other services.
 Η επιχείρησή πρόσφατα επεκτάθηκε και στην παροχή άλλων υπηρεσιών.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση branch out στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «branch out».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!