| Κύριες μεταφράσεις |
| argue⇒ vi | (quarrel) | λογομαχώ, διαπληκτίζομαι ρ αμ |
| | (καθομιλουμένη) | λογοφέρνω, καβγαδίζω, τσακώνομαι, μαλώνω ρ αμ |
| | Even newlyweds sometimes argue. |
| | Ακόμα και οι νεόνυμφοι λογομαχούν καμιά φορά. |
| | Ακόμα και οι νιόπαντροι λογοφέρνουν καμιά φορά. |
argue about [sth], argue about [sth] with [sb] vi + prep | (disagree) (για κτ, με κπ για κάτι) | μαλώνω, τσακώνομαι ρ αμ |
| | (πιο ήπιο) | διαφωνώ ρ αμ |
| | (επίσημο: για κάτι) | συζητώ εντόνως ρ αμ + επίρ |
| | My friend always argues about money with her husband. |
| | Η φίλη μου μαλώνει (or: τσακώνεται) συνέχεια με τον σύζυγό της για τα λεφτά. |
| argue vi | (reason, debate) | συζητώ ρ αμ |
| | He won't listen to emotional outbursts, but prefers to argue rationally. |
| | Δεν ακούει με τα συναισθηματικά ξεσπάσματα, αλλά προτιμά να συζητά ορθολογιστικά. |
| argue for [sth] vi + prep | (give reasons in favour) (ιδέα) | υποστηρίζω κτ ρ μ |
| | (με γενική) | επιχειρηματολογώ υπέρ ενός πράγματος ρ αμ |
| | The school principal argued for more teachers at the last board meeting. |
| | Στην τελευταία συνεδρίαση του συλλόγου, ο διευθυντής του σχολείου υποστήριξε τον διορισμό περισσότερων καθηγητών. |
| | Στην τελευταία συνεδρίαση του συλλόγου, ο διευθυντής του σχολείου επιχειρηματολόγησε υπέρ του διορισμού περισσότερων καθηγητών. |
| argue that vtr | (with clause: assert, maintain) (ότι, πως) | υποστηρίζω, ισχυρίζομαι ρ μ |
| | (επίσημο) | διατείνομαι ρ μ |
| | Many physicists argue that black holes exist. |
| | Πολλοί φυσικοί υποστηρίζουν (or: ισχυρίζονται) ότι υπάρχουν μαύρες τρύπες. |
| argue [sth]⇒ vtr | (with direct speech: assert) | υποστηρίζω, ισχυρίζομαι ρ μ |
| | | λέω ρ μ |
| | (ως αντίθεση) | αντιτείνω ρ μ |
| | "That's simply not true," she argued. |
| argue [sth] vtr | (case, point of view: put forward) | υπερασπίζομαι ρ μ |
| | The defendant hired a lawyer to argue his case before the court. |
| | Nancy likes to argue her point of view. |
| | Ο κατηγορούμενος προσέλαβε έναν δικηγόρο για να υπερασπιστεί την υπόθεσή του στο δικαστήριο. |