argue

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈɑːrgjuː/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˈɑrgju/ ,USA pronunciation: respelling(ärgyo̅o̅)

Inflections of 'argue' (v): (⇒ conjugate)
argues
v 3rd person singular
arguing
v pres p
argued
v past
argued
v past p
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
argue vi (quarrel)λογομαχώ, διαπληκτίζομαι ρ αμ
  (καθομιλουμένη)λογοφέρνω, καβγαδίζω, τσακώνομαι, μαλώνω ρ αμ
 Even newlyweds sometimes argue.
 Ακόμα και οι νεόνυμφοι λογομαχούν καμιά φορά.
 Ακόμα και οι νιόπαντροι λογοφέρνουν καμιά φορά.
argue about [sth],
argue about [sth] with [sb]
vi + prep
(disagree) (για κτ, με κπ για κάτι)μαλώνω, τσακώνομαι ρ αμ
  (πιο ήπιο)διαφωνώ ρ αμ
  (επίσημο: για κάτι)συζητώ εντόνως ρ αμ + επίρ
 My friend always argues about money with her husband.
 Η φίλη μου μαλώνει (or: τσακώνεται) συνέχεια με τον σύζυγό της για τα λεφτά.
argue vi (reason, debate)συζητώ ρ αμ
 He won't listen to emotional outbursts, but prefers to argue rationally.
 Δεν ακούει με τα συναισθηματικά ξεσπάσματα, αλλά προτιμά να συζητά ορθολογιστικά.
argue for [sth] vi + prep (give reasons in favour) (ιδέα)υποστηρίζω κτ ρ μ
  (με γενική)επιχειρηματολογώ υπέρ ενός πράγματος ρ αμ
 The school principal argued for more teachers at the last board meeting.
 Στην τελευταία συνεδρίαση του συλλόγου, ο διευθυντής του σχολείου υποστήριξε τον διορισμό περισσότερων καθηγητών.
 Στην τελευταία συνεδρίαση του συλλόγου, ο διευθυντής του σχολείου επιχειρηματολόγησε υπέρ του διορισμού περισσότερων καθηγητών.
argue that vtr (with clause: assert, maintain) (ότι, πως)υποστηρίζω, ισχυρίζομαι ρ μ
  (επίσημο)διατείνομαι ρ μ
 Many physicists argue that black holes exist.
 Πολλοί φυσικοί υποστηρίζουν (or: ισχυρίζονται) ότι υπάρχουν μαύρες τρύπες.
argue [sth] vtr (with direct speech: assert)υποστηρίζω, ισχυρίζομαι ρ μ
  λέω ρ μ
  (ως αντίθεση)αντιτείνω ρ μ
 "That's simply not true," she argued.
argue [sth] vtr (case, point of view: put forward)υπερασπίζομαι ρ μ
 The defendant hired a lawyer to argue his case before the court.
 Nancy likes to argue her point of view.
 Ο κατηγορούμενος προσέλαβε έναν δικηγόρο για να υπερασπιστεί την υπόθεσή του στο δικαστήριο.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
argue endlessly over/about [sth] vi + adv figurative (disagree constantly)μαλώνω συνέχεια για κτ, μαλώνω διαρκώς για κτ έκφρ
  τσακώνομαι συνέχεια για κτ, τσακώνομαι διαρκώς για κτ έκφρ
 The two brothers argue endlessly over who is better at basketball.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'argue' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: argue with [him, each other, your sister], argue about [what to do, politics, the issue], argue over the [best, fastest, smartest] way to, περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση argue στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «argue».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!