WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις | 
| contend for [sth] vi + prep | (compete, vie) | διαγωνίζομαι για κτ ρ αμ + πρόθ | 
|  | They were contending for the World Heavyweight Championship. | 
|  | Διαγωνίζονταν για το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Βαρέων Βαρών. | 
| contend with [sth], contend against [sth] vi + prep
 | (struggle against) | αντιμετωπίζω ρ μ | 
|  | (καθομιλουμένη) | τα βάζω με κτ έκφρ | 
|  |  | αγωνίζομαι ενάντια σε κτ, μάχομαι ενάντια σε κτ περίφρ | 
|  | Scott found it impossible to contend with the blizzard. | 
|  | Για τον Σκοτ ήταν αδύνατον να αντιμετωπίσει τη χιονοθύελλα. | 
| contend against [sb/sth] vi + prep | formal (oppose, dispute) | αντιτίθεμαι σε κπ ρ αμ + πρόθ | 
|  | Protesters contended against the developers. | 
| contend that vtr | (argue) (ότι/πως) | ισχυρίζομαι, διατείνομαι, υποστηρίζω ρ μ | 
|  | The scientist contended that global warming is mostly due to human activities. | 
|  | Ο επιστήμονας υποστήριζε πως η υπερθέρμανση του πλανήτη είναι κυρίως εξαιτίας της ανθρώπινης δραστηριότητας. |