WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
have words with [sb] v expr (reprimand) (αργκό)λέω δύο λογάκια σε κπ, τα λέω ένα χεράκι σε κπ έκφρ
 Your father will have words with you when I tell him what you've done.
have words with [sb] v expr (argue)τσακώνομαι με κπ, μαλώνω με κπ ρ αμ + πρόθ
  (μεταφορικά)πλακώνομαι με κπ ρ αμ + πρόθ
 When he drinks too much, he always has words with his wife.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση have words with στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «have words with».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!