WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
debate n | (discussion) | συζήτηση ουσ θηλ |
| | διάλογος ουσ αρσ |
| The group of friends were discussing the themes of the text and their debate went on for some time. |
| Η παρέα κουβέντιαζε για τα θέματα του κειμένου και η συζήτηση κράτησε κάμποση ώρα. |
debate n | (argument about [sth]) | διάλογος ουσ αρσ |
| | συζήτηση ουσ θηλ |
| | λόγος ουσ αρσ |
| There is currently a lot of debate about immigration. |
| Αυτή την περίοδο γίνεται πολύς διάλογος για τη μετανάστευση. |
debate n | (formal contest) | δημόσια συζήτηση επίθ + ουσ θηλ |
| (πολιτική) | ντιμπέιτ ουσ ουδ άκλ |
| (πολιτική, στην τηλεόραση) | τηλεμαχία ουσ θηλ |
| It was clear that Karen had won the debate. |
| Ήταν ξεκάθαρο, η Κάρεν κέρδισε το ντιμπέιτ. |
debate [sth]⇒ vtr | (argue a topic, point) (κάτι, για κάτι) | συζητάω, συζητώ ρ μ |
| The member of the panel debated the merits of raising taxes. |
| Το μέλος της επιτροπής συζήτησε τα πλεονεκτήματα της αύξησης φόρων. |
debate what/whether vtr | (try to decide) | εξετάζω, σκέφτομαι ρ μ |
| The government is debating whether to hold a referendum on this topic. |
| Η κυβέρνηση εξετάζει το ενδεχόμενο δημοψηφίσματος γι' αυτό το ζήτημα. |
debate⇒ vi | (have a formal debate) | συζητάω, συζητώ ρ αμ |
| (επίσημο) | συνδιαλέγομαι ρ αμ |
| The teams were still debating when we left. |
| Όταν φύγαμε, οι ομάδες ακόμα συζητούσαν. |
Επιπλέον μεταφράσεις |
debate [sb]⇒ vtr | (have formal debate with) | αντιμετωπίζω κπ σε δημόσιο διάλογο περίφρ |
| | συζητώ δημόσια με κπ περίφρ |
| Julie had to debate the best speaker in the district. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: