allow

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/əˈlaʊ/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/əˈlaʊ/ ,USA pronunciation: respelling(ə lou)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
allow [sb],
allow [sb] to do [sth]
vtr
(let: [sb])επιτρέπω κτ σε κπ, επιτρέπω σε κπ να κάνει κτ ρ μ + πρόθ
  (καθομιλουμένη)αφήνω κπ να κάνει κτ έκφρ
 Will your parents allow you to go to the dance?
 Θα σου επιτρέψουν οι γονείς σου να πας στον χορό;
 Θα σε αφήσουν οι γονείς σου να πας στον χορό;
allow [sth] vtr (permit: [sth])επιτρέπω ρ μ
  (συχνά)επιτρέπεται ρ απρ
Σχόλιο: Συχνά σε παθητική φωνή, ως απρόσωπο ρήμα: επιτρέπεται
 Smoking is allowed, but only on the balcony.
 Επιτρέπουν το κάπνισμα, αλλά μόνο στο μπαλκόνι.
 Το κάπνισμα επιτρέπεται, αλλά μόνο στο μπαλκόνι.
allow [sth] vtr (set aside)υπολογίζω ρ μ
  αφήνω περιθώριο έκφρ
  (ανεπίσημο)αφήνω ρ μ
 You should allow two hours for travel to the airport.
 Θα πρέπει να αφήσεις περιθώριο δύο ώρες για να πας στο αεροδρόμιο.
 Θα πρέπει να αφήσεις δύο ώρες για να πας στο αεροδρόμιο.
allow that vtr (concede) (ότι, πως)παραδέχομαι ρ μ
 I will allow that this time I am wrong.
 Παραδέχομαι ότι αυτή τη φορά έχω άδικο.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
allow [sb/sth] to do [sth] v expr (make possible to do)δίνω σε κπ τη δυνατότητα να κάνει κτ έκφρ
 The new tramline will allow residents of this neighbourhood to reach the city centre in just ten minutes.
allow for [sth] vi + prep (make provision)αφήνω περιθώριο για έκφρ
 We must make room to allow for expansion.
allow [sth] vtr (grant) (επίσημο)χορηγώ ρ μ
  δίνω ρ μ
 The judge may allow leave to appeal the sentence.
allow [sb] [sth] vtr (let have)επιτρέπω ρ μ
 You may be allowed travelling expenses.
allow [sth],
allow [sth] to do [sth]
vtr
(enable by neglect) (κάτι να κάνει κάτι)αφήνω ρ μ
 By not applying the handbrake, he allowed the car to roll down the hill.
allow that vtr (acknowledge) (ότι, πως)δέχομαι ρ μ
 The law allows that there may be exemptions.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
Allow me. interj (offer)επίτρεψέ μου, επιτρέψτε μου έκφρ
 "Allow me!" a bellboy said, and took my heavy suitcase.
 «Επιτρέψτε μου» είπε ένας γκρουμ, και πήρε τη βαριά βαλίτσα μου.
allow me to do [sth] interj (offer)επίτρεψε μου, επιτρέψτε μου επίφ
 Miss, allow me to open the door.
 Δεσποινίς, επιτρέψτε μου να ανοίξω την πόρτα.
allow yourself [sth] vtr + refl (indulgence)επίτρεψε στον εαυτό σου έκφρ
 Even while dieting, I allow myself the occasional dessert.
allow yourself [sth] vtr + refl (enough time) (χρόνος)δώσε στον εαυτό σου έκφρ
 Please allow yourself 15 minutes to complete the second part of the test.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'allow' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: allow for easy [access, connection, registration], allowing for [easier, greater, some], allowing for [inflation, delays, latecomers], περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση allow στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «allow».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!