Σε αυτή τη σελίδα: allotted, allot

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
allotted adj (distributed, assigned)που διανέμεται περίφρ
  που παραχωρείται, που διατίθεται περίφρ
  που αντιστοιχείται περίφρ
Σχόλιο: Η ακριβής επιλογή εξαρτάται από τα συμφραζόμενα.
 I failed the exam because I wasn't able to finish in the allotted time.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
allot [sth] vtr (assign, allocate)διαθέτω, παρέχω ρ μ
  δίνω ρ μ
  αφιερώνω ρ μ
 Let's allot 30 hours for this project.
allot [sth] vtr (distribute, share out)κατανέμω, διανέμω ρ μ
  μοιράζω ρ μ
 The committee will decide how to allot the prize money among all the winners.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'allotted' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση allotted στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «allotted».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!