Ο όρος 'allotted' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
allotted
ορισμός |
στα ισπανικά |
στα γαλλικά |
συνώνυμα στα αγγλικά |
αγγλικές συμφράσεις |
Conjugator [EN] |
σε χρήση |
εικόνες
Ο όρος 'allotted' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση allotted στον τίτλο: Δεν βρέθηκαν συζητήσεις για τον όρο "allotted" στο Greek φόρουμ.
[work most tutors (can) acquire] or [work allotted to] - English Only forum All around farms were/was apportioned and allotted - English Only forum allotted information - English Only forum allotted span - English Only forum allotted/alloted - English Only forum in/within allotted/allocated time frames - English Only forum it's time to start reading the pages you have allotted <for> your first assignment - English Only forum parking space allotted to a flat owner - English Only forum respective,allotted - English Only forum time allotted/allotted time - English Only forum
Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά
Σύνδεσμοι:
⚙️Προτιμήσεις |
Συντομογραφίες |
Πολιτική απορρήτου |
Όροι χρήσης |
Υποστηρίξτε το WR |
Φόρουμ |
Προτάσεις
|
|
|||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||