allocation

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˌæləˈkeɪʃən/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˌæləˈkeɪʃən/ ,USA pronunciation: respelling(al′ə kāshən)

  • WordReference
  • Definition
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
allocation n (portion)κατανομή ουσ θηλ
  ποσοστό, μερίδιο ουσ ουδ
 The allocation of funding for charity programs is significantly lower this year.
 Η κατανομή χρηματοδότησης για φιλανθρωπικά προγράμματα είναι ιδιαιτέρως χαμηλότερη φέτος.
allocation n (act of allocating)κατανομή ουσ θηλ
  καταμερισμός ουσ αρσ
 The city's new resource allocation plan was made public last week.
 Το νέο σχέδιο κατανομής πόρων της πόλεως κοινοποιήθηκε την προηγούμενη εβδομάδα.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'allocation' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: the [proper, efficient, responsible] allocation of, [incorrect, irresponsible, insufficient] allocation of (resources), the allocation of [resources, funds, space], περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση allocation στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «allocation».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!