WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
witness n | (observer) | μάρτυρας ουσ αρσ/θηλ |
| | παρών επίθ |
| He was a witness to the crime. |
| Αυτός ήταν μάρτυρας του εγκλήματος. |
| ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ο Μπομπ ήταν παρών στη διάπραξη του εγκλήματος. |
witness [sth]⇒ vtr | (see, observe) | γίνομαι μάρτυρας ρ έκφρ |
| (επίσημο) | παρίσταμαι μάρτυρας περίφρ |
| (καθομιλουμένη) | βλέπω με τα μάτια μου, βλέπω με τα ίδια μου τα μάτια έκφρ |
| Bob witnessed the crime being committed. |
| Ο Μπομπ έγινε μάρτυρας της διάπραξης του εγκλήματος. |
| Ο Μπομπ παρέστη μάρτυρας στη διάπραξη του εγκλήματος. |
| Ο Μπομπ είδε με τα ίδια του τα μάτια το έγκλημα. |
Επιπλέον μεταφράσεις |
witness n | (person giving evidence) | μάρτυρας ουσ αρσ/θηλ |
| The witness testified in court that he saw the crime. |
witness [sth] vtr | (formally observe) | παρίσταμαι ως μάρτυρας σε κτ έκφρ |
| The contract signing was witnessed by his friend. |
witness [sth] vtr | figurative (time, place: be where [sth] occurs) | βιώνω ρ μ |
| | γίνομαι μάρτυρας έκφρ |
| (μεταφορικά) | βλέπω ρ μ |
| This city witnessed the destruction of many of its finest buildings during the Second World War. The twentieth century witnessed rapid technological advances. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: