testimony

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈtɛstɪməni/

US:USA pronunciation: IPAUSA pronunciation: IPA/ˈtɛstəˌmoʊni/

US:USA pronunciation: respellingUSA pronunciation: respelling(testə mō′nē, or, esp. Brit., -mə nē)


Inflections of 'testimony' (n): npl: testimonies
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
testimony n (law: witness statement) (νομικό: διαδικασία)κατάθεση ουσ θηλ
  (αυτά που λέω)μαρτυρία ουσ θηλ
 The first witness' testimony lasted nearly 20 minutes.
 Η κατάθεση του πρώτου μάρτυρα κράτησε σχεδόν 20 λεπτά.
testimony to [sth] n uncountable (proof, evidence)απόδειξη του κτ περίφρ
  απόδειξη ότι κτ περίφρ
 Her high marks are testimony to her improved attitude this term.
 Η υψηλή βαθμολογία της είναι η απόδειξη της πολύ βελτιωμένης συμπεριφοράς της αυτό το εξάμηνο.
 Η υψηλή βαθμολογία της είναι η απόδειξη ότι η συμπεριφορά της έχει βελτιωθεί πολύ αυτό το εξάμηνο.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
sworn testimony n (evidence given under oath)ένορκη κατάθεση επίθ + ουσ θηλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'testimony' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση testimony στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «testimony».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!