Ο όρος 'cope' παραπέμπει στον όρο 'coping'. Θα τον βρείτε σε μία ή περισσότερες από τις παρακάτω γραμμές.'cope' is cross-referenced with 'coping'. It is in one or more of the lines below.
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| cope⇒ vi | (overcome difficulties) | αντεπεξέρχομαι ρ αμ |
| | | τα καταφέρνω, τα βολεύω έκφρ |
| | | τα βγάζω πέρα έκφρ |
| | (αργκό, μεταφορικά) | την παλεύω έκφρ |
| | You are going through a difficult emotional time, but you will cope. |
| | Περνάς μια δύσκολη συναισθηματικά φάση, όμως θα ανταπεξέλθεις. |
| cope vi | (withstand situation) (κάτι δυσάρεστο) | διαχειρίζομαι ρ μ |
| | | αντέχω ρ αμ |
| | | τα βγάζω πέρα έκφρ |
| | The death of their father was devastating at first, but they learned to cope. |
| Επιπλέον μεταφράσεις |
| cope n | literary ([sth] resembling a cloak) | μανδύας ουσ αρσ |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
coping, cope n | (masonry: top layer of wall) (αρχιτεκτονική) | πλάκα στέψης φρ ως ουσ θηλ |
| | Coping protects the wall from disintegration due to rainfall. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Phrasal verbs cope | coping |
| cope with [sth/sb] vtr phrasal insep | (person: handle, deal with) | τα βγάζω πέρα έκφρ |
| | (πρόβλημα, κατάσταση) | διαχειρίζομαι ρ μ |
| | It is astonishing the way she manages to raise a family, hold a full-time job and cope with a bed-ridden mother, all at the same time. |
| | Είναι εντυπωσιακό πώς καταφέρνει, συγχρόνως, να μεγαλώνει τα παιδιά της, να δουλεύει με πλήρες ωράριο και να τα βγάζει πέρα με την κατάκοιτη μητέρα της. |
| | Είναι εντυπωσιακό πώς καταφέρνει, συγχρόνως, να μεγαλώνει τα παιδιά της, να δουλεύει με πλήρες ωράριο και να διαχειρίζεται το πρόβλημα με την κατάκοιτη μητέρα της. |
| cope with [sth] vtr phrasal insep | (machine, etc.: handle a volume, load) | μπορώ να επεξεργαστώ κτ έκφρ |
| | (σε ορισμένες περιπτώσεις) | παίρνω ρ μ |
| | My washing machine can only cope with small loads. |
| | Το πλυντήριό μου παίρνει μόνο μικρά φορτία. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: