cope

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈkəʊp/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/koʊp/ ,USA pronunciation: respelling(kōp)

Inflections of 'cope' (v): (⇒ conjugate)
copes
v 3rd person singular
coping
v pres p
coped
v past
coped
v past p
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: cope, coping
Ο όρος 'cope' παραπέμπει στον όρο 'coping'. Θα τον βρείτε σε μία ή περισσότερες από τις παρακάτω γραμμές.'cope' is cross-referenced with 'coping'. It is in one or more of the lines below.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
cope vi (overcome difficulties)αντεπεξέρχομαι ρ αμ
  τα καταφέρνω, τα βολεύω έκφρ
  τα βγάζω πέρα έκφρ
  (αργκό, μεταφορικά)την παλεύω έκφρ
 You are going through a difficult emotional time, but you will cope.
 Περνάς μια δύσκολη συναισθηματικά φάση, όμως θα ανταπεξέλθεις.
cope vi (withstand situation) (κάτι δυσάρεστο)διαχειρίζομαι ρ μ
  αντέχω ρ αμ
  τα βγάζω πέρα έκφρ
 The death of their father was devastating at first, but they learned to cope.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
cope n literary ([sth] resembling a cloak)μανδύας ουσ αρσ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
coping,
cope
n
(masonry: top layer of wall) (αρχιτεκτονική)πλάκα στέψης φρ ως ουσ θηλ
 Coping protects the wall from disintegration due to rainfall.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Phrasal verbs
cope | coping
ΑγγλικάΕλληνικά
cope with [sth/sb] vtr phrasal insep (person: handle, deal with)τα βγάζω πέρα έκφρ
  (πρόβλημα, κατάσταση)διαχειρίζομαι ρ μ
 It is astonishing the way she manages to raise a family, hold a full-time job and cope with a bed-ridden mother, all at the same time.
 Είναι εντυπωσιακό πώς καταφέρνει, συγχρόνως, να μεγαλώνει τα παιδιά της, να δουλεύει με πλήρες ωράριο και να τα βγάζει πέρα με την κατάκοιτη μητέρα της.
 Είναι εντυπωσιακό πώς καταφέρνει, συγχρόνως, να μεγαλώνει τα παιδιά της, να δουλεύει με πλήρες ωράριο και να διαχειρίζεται το πρόβλημα με την κατάκοιτη μητέρα της.
cope with [sth] vtr phrasal insep (machine, etc.: handle a volume, load)μπορώ να επεξεργαστώ κτ έκφρ
  (σε ορισμένες περιπτώσεις)παίρνω ρ μ
 My washing machine can only cope with small loads.
 Το πλυντήριό μου παίρνει μόνο μικρά φορτία.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
cope | coping
ΑγγλικάΕλληνικά
cope with [sth] vi + prep (struggle against: conditions) (μεταφορικά)παλεύω, μάχομαι ρ μ
  δίνω μάχη έκφρ
  αντιμετωπίζω ρ μ
 Renoir coped with severe rheumatoid arthritis for the last 25 years of his life.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'cope' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: coping with the [death, loss] of, cope with the [news, idea, thought] of, cope with your [illness, condition], περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση cope στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «cope».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!