wet

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈwɛt/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/wɛt/ ,USA pronunciation: respelling(wet)

Inflections of 'wet' (adj):
wetter
adj comparative
wettest
adj superlative
Inflections of 'wet' (v): (⇒ conjugate)
wets
v 3rd person singular
wetting
v pres p
wet
v past
wetted
v past
wet
v past p
wetted
v past p
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
wet adj (soaked)υγρός επίθ
  μουσκεμένος, βρεγμένος μτχ πρκ
  (καθομιλουμένη)μούσκεμα, μουσκίδι ουσ ως επίθ
 The rug was wet after the toilet overflowed.
 Το χαλάκι ήταν υγρό από την υπερχείλιση της τουαλέτας.
 Το χαλάκι ήταν μουσκεμένο (or: βρεγμένο) από την υπερχείλιση της τουαλέτας.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Γύριζε μες στη βροχή κι έγινε μούσκεμα (or: μουσκίδι).
wet adj (moist, damp)υγρός επίθ
  βρεγμένος μτχ πρκ
 His mother put a wet cloth on his forehead to reduce the fever.
 Η μητέρα του του έβαλε ένα υγρό πανί στο μέτωπο να ρίξει τον πυρετό.
 Η μητέρα του του έβαλε ένα βρεγμένο πανί στο μέτωπο να ρίξει τον πυρετό.
wet adj (freshly painted)νωπός, φρέσκος επίθ
 Caution! Wet paint.
wet [sth] vtr (dampen)βρέχω ρ μ
  μουσκεύω ρ μ
  υγραίνω ρ μ
  (ποιητικό)νοτίζω ρ μ
 If you wet it a little, the stain will come out.
 Αν το βρέξεις λίγο, ο λεκές θα φύγει.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Μην βγεις στον κήπο, θα μουσκέψεις τα παπούτσια σου.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Από την αμηχανία του ύγραινε συνέχεια τα χείλη.
 Η βροχή είχε νοτίσει το χώμα.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
wet [sth] vtr (urinate in: bed, nappy, etc.)βρέχω ρ μ
 The baby wet her diaper.
wet adj (rainy)βροχερός επίθ
  βρέχει ρ απρ
 Is it still wet outside? I hope the weather clears up.
 Βρέχει ακόμα έξω; Ελπίζω να ανοίξει ο καιρός.
wet adj UK, pejorative, informal (pathetic, feeble person)δειλός επίθ
  (καθομιλουμένη, μεταφορικά)κότα ουσ ως επίθ άκλ
 Sally is so wet! She needs to stand up for herself more.
wet n (moisture)υγρασία ουσ θηλ
 Close the door or you'll let in all the wet.
wet n (rainy weather)βροχή ουσ θηλ
 You shouldn't go out in the wet without a coat.
wet n dated, pejorative, informal, UK (pathetic, feeble person)δειλός επίθ ως ουσ
  μαλθακός επίθ
  (καθομιλουμένη, μεταφορικά)κότα ουσ θηλ
 Maggie didn't want to go out with Pete because she thought he was wet.
wets npl (racing car: wet-weather tires)ελαστικά βροχής φρ ως ουσ ουδ πλ
  λάστιχα για βροχή φρ ως ουσ ουδ πλ
 If it starts raining before the race, we'll change to wets.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
all wet adj informal (soaked, drenched)μουσκεμένος μτχ πρκ
 The rain got my clothes all wet.
all wet adj US, slang, figurative (completely wrong)εντελώς λάθος φρ ως επίθ
  (αργκό)τελείως οφ φρ ως επίθ
  αλλού για αλλού έκφρ
dripping wet adj informal (drenched)μούσκεμα, μουσκίδι επίρ
 The girls were dripping wet when they came in from the rainstorm.
get wet vi + adj (become damp or soaked)βρέχομαι ρ αμ
 Don't forget your umbrella or you'll get wet.
get wet vi + adj vulgar, informal (woman: be sexually excited)μουσκεύω, υγραίνομαι ρ αμ
 Kathy gets wet when she thinks about her boyfriend.
soaking wet adj informal (sodden, soaked) (καθομιλουμένη)μούσκεμα, μουλιασμένος, καταμουσκεμένος έκφρ
 I forgot my umbrella and by the time I got home I was soaking wet.
weigh [sth] soaking wet,
weigh [sth] wringing wet
v expr
informal (barely weigh as much as)με το ζόρι ζυγίζω κτ έκφρ
 My cousin is so skinny; she probably only weighs 7 stone soaking wet!
 Ο ξάδερφός μου είναι πολύ αδύνατος, με το ζόρι ζυγίζει 45 κιλά.
sopping wet adj informal (soaked, dripping) (μεταφορικά, καθομιλουμένη)μούσκεμα επίθ άκλ
  μουσκίδι επίθ άκλ
  βρεγμένος μέχρι το κόκκαλο έκφρ
 The cat came into the house sopping wet from sitting in the rain.
wet bar n (drinks bar with a sink unit) (έπιπλο)μπαρ με νεροχύτη περίφρ
wet behind the ears adj figurative (person: inexperienced) (μεταφορικά: απειρία)ακόμα δε βγήκα από το αβγό έκφρ
 That's a laugh, you, trying to give me advice about women when you are still wet behind the ears.
wet behind the ears adj (animal: just born)νεογέννητος επίθ
  νεογνό ουσ ουδ
  που μόλις γεννήθηκε περίφρ
wet blanket n figurative, informal (person: spoilsport) (καθομιλουμένη)ξενέρωτος επίθ
  αυτός που κάνει χαλάστρα περίφρ
 Auntie Edna's always a wet blanket at family parties.
wet dream n informal (sexual dream causing ejaculation)ονείρωξη ουσ θηλ
 I could tell when I did the laundry that my son had started having wet dreams.
wet floor n (slippery floor surface)υγρό δάπεδο, υγρό πάτωμα επίθ + ουσ ουδ
wet floor n (computer graphics: reflection effect)εφέ αντανάκλασης νερού περίφρ
wet market n (covered stalls selling fish, etc.)αγορά ζωντανών ζώων φρ ως ουσ θηλ
  (μόνο τρόφιμα έτοιμα για κατανάλωση)λαϊκή αγορά φρ ως ουσ θηλ
 You can buy fresh fish at the wet market.
wet nurse n (woman hired to breastfeed another's child) (για θηλασμό, όχι μόνο φροντίδα)παραμάνα ουσ θηλ
  τροφός ουσ θηλ
  (παλαιό, σπάνιο)βάγια ουσ θηλ
 It was quite common for noblewomen to hire a wet nurse.
wet-nurse [sb] vtr (act as wet nurse to)θηλάζω παιδί που δεν είναι δικό μου
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.
 A young woman was hired to wet-nurse the wealthy couple's newborn.
wet-nurse [sb] vtr disapproving (give excessive care to) (μεταφορικά, αποδοκιμασίας)νταντεύω ρ μ
  παραχαϊδεύω ρ μ
 You should stop wet-nursing Ross; he'll be going to university in six months, so it's time he learned to stand on his own two feet.
wet room n (room with shower)μπάνιο με ντουσιέρα χωρίς διαχωριστικό για τα νερά
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.
wet rot n (decay caused by damp)υγρά σήψη φρ ως ουσ θηλ
wet season n (extended annual period of rain)περίοδος βροχών ουσ θηλ
 If you're planning a holiday in Asia it's best to avoid the wet season.
wet snow n (slush)λασπόχιονο ουσ ουδ
 The wet snow made a squelching noise as the man walked along.
wet the bed v expr (urinate in one's sleep)βρέχω το κρεβάτι έκφρ
  (κατά λέξη)κατουριέμαι στον ύπνο μου περίφρ
wet weather n (period of rain)περίοδος βροχών ουσ θηλ
 This summer has been bad, nothing but wet weather almost every day.
wet wipe n often plural (moist tissue)υγρό μαντηλάκι φρ ως ουσ ουδ
wet yourself vtr + refl (urinate in underpants)κατουριέμαι ρ αμ
  τα κάνω πάνω μου έκφρ
wet-wrap dressing n (compress for treating skin conditions)υγρό επίθεμα φρ ως ουσ ουδ
wetsuit,
wet suit
n
(diver's rubber outfit) (για καταδύσεις)καταδυτική στολή επίθ + ουσ θηλ
  στολή κατάδυσης φρ ως ουσ θηλ
  (για άλλο άθλημα, χρήση)αδιάβροχη στολή επίθ + ουσ θηλ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία. Όσον αφορά τις καταδύσεις, ο όρος είναι σαφής, για τις άλλες χρήσεις όμως ενδέχεται να απαιτείται επεξήγηση ή ενδεχομένως να χρησιμοποιούνται όροι όπως στολή για σέρφινγκ κλπ.
 The police put on wetsuits to search for the victim in the icy river.
 Οι αστυνομικοί φόρεσαν τις καταδυτικές στολές τους για να αναζητήσουν το θύμα μέσα στο παγωμένο ποτάμι.
wringing wet adj (sodden, soaked)μούσκεμα επίθ άκλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'wet' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: wet [the bed, her pants], the wet from the [soil, earth, rainfall], wet [weather, nurse, cut, wipes], περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση wet στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «wet».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!