• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage
Σε αυτή τη σελίδα: watching, watch

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
watching adj (observing)που παρακολουθεί, που παρατηρεί περίφρ
 The marathon runners were cheered on by the watching crowd.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
watch [sth/sb] vtr (observe)παρακολουθώ ρ μ
  κοιτάω, βλέπω ρ μ
 He watched the fight in the park.
 Παρακολουθούσε τον καυγά στο πάρκο.
 Κοιτούσε (or: έβλεπε) τον καυγά στο πάρκο.
watch [sth/sb] vtr (keep under observation)προσέχω ρ μ
  επιτηρώ, επιβλέπω ρ μ
 The nurses are watching the children.
 Οι νοσοκόμες προσέχουν τα παιδιά.
 Οι νοσοκόμες επιτηρούν (or: επιβλέπουν) τα παιδιά.
watch [sth] vtr (view: TV, movie)βλέπω ρ μ
  παρακολουθώ ρ μ
 I can't chat right now; I'm watching a movie.
watch vi (observe)παρακολουθώ ρ αμ
  κοιτάω, βλέπω ρ αμ
 Frank prefers to watch, not participate.
 Ο Φρανκ προτιμά να παρακολουθεί παρά να συμμετέχει.
 Ο Φρανκ προτιμά να κοιτάει (or: βλέπει) παρά να συμμετέχει.
watch n (wristwatch)ρολόι ουσ ουδ
 My watch says that it is three o'clock.
 Σύμφωνα με το ρολόι μου, είναι τρεις η ώρα.
watch n (time keeping guard)σκοπιά ουσ θηλ
 The private just spent four hours on watch.
 Ο οπλίτης φύλαγε σκοπιά τις τελευταίες τέσσερις ώρες.
watch n (time on duty)βάρδια ουσ θηλ
 My watch is about to start.
 Η βάρδιά μου θα ξεκινήσει όπου να 'ναι.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
Watch yourself! interj (be careful)Πρόσεχε! ρ αμ
 Watch yourself! There's a step right in front of you.
watch n (vigil) (φυλάω)σκοπιά ουσ ουδ
  (καθομιλουμένη)καραούλι ουσ ουδ
 The families are keeping watch until the sailors return.
watch n (close observation)παρακολούθηση ουσ θηλ
 The doctors want to keep the patient under watch.
watch n (watchman)σκοπός ουσ αρσ
  φρουρός ουσ αρσ
 Shh! The watch is coming!
watch vi (keep guard)φυλάω σκοπιά ρ μ + ουσ θηλ
 You must not sleep tonight. You must watch in case of burglars.
watch vi (view TV or a movie)βλέπω ρ μ
  παρακολουθώ ρ μ
 There was a wildlife documentary on TV last night, but I forgot to watch.
watch [sth/sb] vtr (keep under guard)προσέχω ρ μ
 The guards have to watch the inmates.
watch [sth/sb] vtr (contemplate)ατενίζω ρ μ
  χαζεύω ρ μ
 Janet is sitting in the park, watching the clouds.
watch [sth/sb] vtr (oversee)παρακολουθώ ρ μ
 The supervisor is watching our progress.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Phrasal verbs
watch | watching
ΑγγλικάΕλληνικά
watch for [sth/sb] vtr phrasal insep (be vigilant for, careful of)έχω τον νου μου για κπ/κτ έκφρ
 Watch for falling rocks along that road.
 She appears to be uninjured after her fall but we should watch for any signs of a concussion.
 Έχε το νου σου για πτώσεις βράχων κατά μήκος αυτού του δρόμου. // Δε φαίνεται να έχει χτυπήσει μετά την πτώση της αλλά θα πρέπει να έχουμε το νου μας για σημάδια διάσεισης.
watch out vi phrasal (be vigilant or careful)έχω το νου μου έκφρ
  (μεταφορικά)έχω τα μάτια μου ανοιχτά έκφρ
  προσέχω ρ μ
 When you drive in winter you have to watch out for icy patches.
 Όταν οδηγείς τον χειμώνα πρέπει να προσέχεις τις παγωμένες επιφάνειες.
watch out for [sth/sb] vtr phrasal insep (remain vigilant for, beware of)έχω το νου μου για κπ/κτ έκφρ
  (μεταφορικά)έχω τα μάτια μου ανοιχτά για κπ/κτ έκφρ
  προσέχω ρ μ
 Watch out for pickpockets when you're in a crowd.
 In this neighborhood you need to watch out for children playing in the street.
watch over [sb/sth] vtr phrasal insep (keep under surveillance)προσέχω ρ μ
 Watch over him while I call the police.
 Προσέχέ τον όσο θα καλώ τη αστυνομία.
watch over [sb] vtr phrasal insep (take care of, look out for)προσέχω ρ μ
 Watch over the baby while I prepare his bath.
 Πρόσεχε το μωρό όσο θα ετοιμάζω το μπάνιο του.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
watching | watch
ΑγγλικάΕλληνικά
binge-watching n (watching TV for long time)το να βλέπω απανωτά επεισόδια περίφρ
  το να βλέπω κτ για ώρες περίφρ
  (πιο γενικά)κόλλημα με την τηλεόραση περίφρ
  κόλλημα με μια σειρά περίφρ
 I was guilty of binge-watching when I watched the entire series in one afternoon.
 Έχω φάει και εγώ κόλλημα με την τηλεόραση όταν είδα όλη τη σειρά σε ένα απόγευμα.
bird-watching,
birdwatching
n
(observing wild birds)παρατήρηση πουλιών φρ ως ουσ θηλ
  παρατήρηση πτηνών φρ ως ουσ θηλ
 Bird-watching is a very popular pastime in the UK.
 Η παρατήρηση πουλιών είναι ένα πολύ δημοφιλές χόμπι στο ΗΒ.
cloud watching n (observing clouds)να παρατηρώ τα σύννεφα περίφρ
  να κοιτάζω τα σύννεφα, να βλέπω τα σύννεφα περίφρ
  (πιο ποιητικό)να αγναντεύω τα σύννεφα, να ατενίζω τα σύννεφα περίφρ
  (κατά λέξη)παρατήρηση των σύννεφων, αγνάντεμα των σύννεφων περίφρ
 I enjoy cloud watching while lying on the grass in the park.
hate-watching n informal (watching bad TV programs)βλέπω χαζομάρες έκφρ
  βλέπω κτ που μισώ έκφρ
 Janice spent an evening of hate-watching in front of the TV.
people-watching n (observing the public)παρατήρηση των ανθρώπων, παρατήρηση του κόσμου περίφρ
  (καθομιλουμένη, ανεπίσημο)χάζεμα ουσ ουδ
 An outdoor café is ideal for people-watching.
plane watching n informal (hobby: aeroplane spotting)παρατήρηση αεροπλάνων φρ ως ουσ θηλ
 Aaron's main hobby is plane watching.
weight-watching n (dieting)weight-watching ουσ ουδ άκλ
whale-watching n (observation of sea mammals)παρατήρηση φαλαινών φρ ως ουσ θηλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'watching' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση watching στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «watching».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!