watchful

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈwɒtʃfʊl/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˈwɑtʃfəl/ ,USA pronunciation: respelling(wochfəl)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
watchful adj (vigilant) (προσέχω, προστατεύω κάτι)σε επαγρύπνηση, σε ετοιμότητα, σε εγρήγορση περίφρ
  (μεταφορικά)άγρυπνος επίθ
  (παρατηρώ, δίνω σημασία σε κάτι)παρατηρητικός, προσεκτικός επίθ
 The sentries remained watchful throughout the night.
 Οι φρουροί παρέμειναν άγρυπνοι κατά τη διάρκεια της νύχτας.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
watchful eye n (attention, vigilance) (μεταφορικά)άγρυπνο μάτι, άγρυπνο βλέμμα έκφρ
Σχόλιο: Η απόδοση ταιριάζει σε ορισμένες μόνο περιπτώσεις. Εναλλακτικά αποδίδεται με φράσεις όπως προσέχω, έχω το νου μου κλπ.
 Sue kept a watchful eye as the children played on the seashore.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'watchful' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση watchful στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «watchful».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!