• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: warranted, warrant

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
warranted adj (justified)δικαιολογημένος μτχ πρκ
 Do you really think that your worry is warranted in this case?
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
warrant n (court order)ένταλμα ουσ ουδ
 The judge issued a warrant for the suspect's arrest.
 Ο δικαστής εξέδωσε ένταλμα για τη σύλληψη του υπόπτου.
warrant [sth] vtr (justify, give reason)δικαιολογώ ρ μ
  αρκώ για κτ, φτάνω για κτ ρ αμ + πρόθ
  (με βεβαιότητα)εγγυώμαι ρ μ
 The evidence that the employee had been stealing warranted her immediate dismissal.
 Τα στοιχεία που αποδείκνυαν ότι η υπάλληλος έκλεβε δικαιολογούσαν την άμεση απόλυσή της.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
warrant [sth] vtr (promise, warranty) (κτ ή ότι/πως)εγγυώμαι ρ μ
  (ότι/πως)διαβεβαιώνω ρ μ
 The seller warranted the item would last at least ten years.
warrant [sth] vtr dated (declare certainty) (κτ ή ότι/πως)εγγυώμαι ρ μ
  (ότι/πως)διαβεβαιώνω ρ μ
  (ότι/πως)είμαι σίγουρος, είμαι βέβαιος ρ έκφρ
 It's Friday afternoon and I see Adam's left early again; I'll warrant he's in the pub.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
warrant | warranted
ΑγγλικάΕλληνικά
arrest warrant,
warrant of arrest
n
(document authorizing arrest)ένταλμα συλλήψεως, ένταλμα σύλληψης φρ ως ουσ ουδ
Σχόλιο: The term "arrest warrant" is used in most places, though "warrant of arrest" is used in the Philippines.
 A warrant has been issued for the gang leader's arrest.
bench warrant (law)ένταλμα δικαστηρίου φρ ως ουσ ουδ
death warrant n (order of execution) (θανατική ποινή)εντολή εκτέλεσης φρ ως ουσ θηλ
death warrant n ([sth] that ends hope) (μεταφορικά)καταδίκη ουσ θηλ
  θανατική ποινή επίθ + ουσ θηλ
  τέλος ουσ ουδ
search warrant n (law: authorization for inspection)ένταλμα έρευνας φρ ως ουσ ουδ
 Police may not search a private residence without a search warrant.
warrant officer n (military rank)ανθυπασπιστής ουσ αρσ/θηλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'warranted' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση warranted στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «warranted».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!