certified

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈsɜːtɪˌfaɪd/US:USA pronunciation: respellingUSA pronunciation: respelling(sûrtə fīd′)

From the verb certify: (⇒ conjugate)
certified is: Click the infinitive to see all available inflections
v past
v past p
Σε αυτή τη σελίδα: certified, certify

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
certified adj (job title: holding a certificate)πιστοποιημένος επίθ
  αναγνωρισμένος επίθ
  επίσημος επίθ
 Dr Rosen is a certified veterinarian with 10 years' experience.
certified to do [sth] expr (person: qualified)πιστοποιημένος επίθ
  που έχει πιστοποίηση περίφρ
 Maddy is certified to teach English.
certified adj historical (person: legally declared insane)φρενοβλαβής επίθ
  που δεν έχει σώας τας φρένας έκφρ
Σχόλιο: Ο αγγλικός όρος είναι πιο συγκεκριμένος και αναφέρεται στην περίπτωση που η φρενοβλάβεια έχει πιστοποιηθεί σε νομικό επίπεδο.
 The man was certified and sent to an asylum.
certified adj (guaranteed, proven)εγγυημένος επίθ
certified adj (check, document: guaranteed, endorsed) (έγγραφο)θεωρημένος, επικυρωμένος επίθ
 If you're paying by check, it has to be certified.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
certify [sth] vtr (confirm the truth or validity of)επιβεβαιώνω ρ μ
  εξακριβώνω ρ μ
 The appraiser certified the authenticity of the rare book.
certify that vtr (testify: that [sth] is true)πιστοποιώ ρ μ
  επιβεβαιώνω, βεβαιώνω, ρ μ
  επικυρώνω ρ μ
 The witness was able to certify that the documents were not fake.
certify [sth] vtr (check, document: endorse, guarantee)μη διαθέσιμη μετάφραση
 Don't certify the check until you speak with the bank about our account.
certify [sb] vtr (person: declare insane)πιστοποιώ ότι κπ είναι φρενοβλαβής περίφρ
  πιστοποιώ ότι κπ δεν έχει σώας τας φρένας περίφρ
 The prisoner was certified and deemed unable to stand trial.
certify vi (testify to [sth])επιβεβαιώνω ρ μ
 The institute certifies in teaching English as a foreign language.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
certified | certify
ΑγγλικάΕλληνικά
certified check (US),
certified cheque (UK)
n
(check guaranteed by a bank)τραπεζική επιταγή ουσ θηλ
 I need to make a payment by certified cheque.
certified copy n (document: authenticated)επικυρωμένο αντίγραφο επίθ + ουσ ουδ
 I lost my birth certificate and only a certified copy was acceptable to the passport office.
 I can tell that this is a certified copy of the document because it has been notarized as such.
 Έχασα το πιστοποιητικό γέννησής μου και η υπηρεσία διαβατηρίων δεχόταν μόνο επικυρωμένο αντίγραφο. // Μπορώ να διαβεβαιώσω ότι αυτό είναι ένα επικυρωμένο αντίγραφο του εγγράφου, επειδή έχει ελεγχθεί από συμβολαιογράφο.
certified mail (type of mail)συστημένο με απόδειξη παραλαβής φρ ως ουσ ουδ
certified public accountant n ([sb] qualified in accounting)ορκωτός λογιστής, ορκωτή λογίστρια επίθ + ουσ αρσ, επίθ + ουσ θηλ
certified teacher n ([sb] qualified to teach)που έχει άδεια διδασκαλίας περίφρ
  πιστοποιημένος δάσκαλος, πιστοποιημένη δασκάλα επίθ + ουσ αρσ, επίθ + ουσ θηλ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία.
 He is a certified teacher, but unfortunately, he can't keep order in class.
 Έχει άδεια διδασκαλίας αλλά δεν καταφέρνει να κρατήσει ήσυχη την τάξη.
CPA n initialism (certified public accountant)ορκωτός λογιστής, ορκωτή λογίστρια επίθ + ουσ αρσ, επίθ + ουσ θηλ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία.
CPS n US, initialism (certified professional secretary)πιστοποιημένος επαγγελματίας γραμματέας περίφρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'certified' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση certified στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «certified».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!