Σε αυτή τη σελίδα: warmongering, warmonger

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
warmongering n (advocating war)πολεμοκαπηλία ουσ θηλ
  υποστήριξη πολέμου, ενθάρρυνση πολέμου περίφρ
  υποστήριξη συμμετοχής σε πόλεμο, ενθάρρυνση συμμετοχής σε πόλεμο περίφρ
warmongering adj (that advocates war)πολεμοχαρής επίθ
  πολεμοκάπηλος επίθ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
warmonger n pejorative (person who tries to make war)πολεμοχαρής επίθ
  πολεμοκάπηλος επίθ
 The former president had developed a reputation as a warmonger.
warmonger vi (try to make war)υποκινώ πόλεμο περίφρ
  ωθώ κπ σε πόλεμο περίφρ
  ακολουθώ φιλοπολεμική στρατηγική περίφρ
Σχόλιο: Η επιλογή απόδοσης εξαρτάται από τα συμφραζόμενα.
 Britain warmongered against Russia during the Crimean War.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση warmongering στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «warmongering».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!