WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
user n | (of object, machine) | χρήστης, χρήστρια ουσ αρσ, ουσ θηλ |
| (μηχάνημα) | χειριστής, χειρίστρια ουσ αρσ, ουσ θηλ |
| The university made bikes available to anyone who wanted to borrow them and asked only that users returned them in good condition. |
| Το πανεπιστήμιο έθετε ποδήλατα στην διάθεση όποιου ήθελε να τα δανειστεί και ζητούσε μόνο οι χρήστες να τα επιστρέφουν σε καλή κατάσταση. |
user n | (computers) | χρήστης, χρήστρια ουσ αρσ, ουσ θηλ |
| The internet café asked users not to eat or drink at the terminals. |
| Το ίντερνετ καφέ ζητούσε από τους χρήστες να μην τρώνε ή πίνουν στους υπολογιστές. |
user n | (drug addict) | χρήστης, χρήστρια ουσ αρσ, ουσ θηλ |
| There is a local addiction service that runs therapy sessions for users. |
| Υπάρχει μια τοπική υπηρεσία εθισμού που κάνει θεραπευτικές συνεδρίες για χρήστες. |
Επιπλέον μεταφράσεις |
user n | (person who uses) | χρήστης, χρήστρια ουσ αρσ, ουσ θηλ |
| The forum administrators ask its users to abide by the rules. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: