user

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈjuːzər/US:USA pronunciation: respellingUSA pronunciation: respelling(yo̅o̅zər; Law o̅o̅zər)

  • WordReference
  • Definition
  • English Collocations
  • English Usage

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
user n (of object, machine)χρήστης, χρήστρια ουσ αρσ, ουσ θηλ
  (μηχάνημα)χειριστής, χειρίστρια ουσ αρσ, ουσ θηλ
 The university made bikes available to anyone who wanted to borrow them and asked only that users returned them in good condition.
 Το πανεπιστήμιο έθετε ποδήλατα στην διάθεση όποιου ήθελε να τα δανειστεί και ζητούσε μόνο οι χρήστες να τα επιστρέφουν σε καλή κατάσταση.
user n (computers)χρήστης, χρήστρια ουσ αρσ, ουσ θηλ
 The internet café asked users not to eat or drink at the terminals.
 Το ίντερνετ καφέ ζητούσε από τους χρήστες να μην τρώνε ή πίνουν στους υπολογιστές.
user n (drug addict)χρήστης, χρήστρια ουσ αρσ, ουσ θηλ
 There is a local addiction service that runs therapy sessions for users.
 Υπάρχει μια τοπική υπηρεσία εθισμού που κάνει θεραπευτικές συνεδρίες για χρήστες.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
user n (person who uses)χρήστης, χρήστρια ουσ αρσ, ουσ θηλ
 The forum administrators ask its users to abide by the rules.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
drug user n (person: abuses substances)χρήστης ναρκωτικών ουσ αρσ
 The preacher called my son a drug user because he smokes cigarettes.
end user n (consumer)τελικός χρήστης επίθ + ουσ αρσ
 The end user's point of view is too often not taken on board by product designers.
 Πολλές φορές οι σχεδιαστές προϊόντων δεν λαμβάνουν υπόψη την οπτική του τελικού χρήστη.
internet user,
also US: Internet user
n
([sb] who uses the internet)χρήστης του ίντερνετ περίφρ
  χρήστης του διαδικτύου περίφρ
 Online shopping is gaining popularity among Chinese Internet users.
nonuser,
non-user
n
(person who abstains from [sth])μη χρήστης περίφρ
  μη χρήστρια περίφρ
  (αρχαϊκός τύπος)απέχων μτχ ενεστ
road user n ([sb] who uses roads)χρήστης του δρόμου φρ ως ουσ αρσ
user-friendly adj (easy to use)φιλικός στον χρήστη φρ ως επίθ
  εύχρηστος επίθ
 I've never seen a computer that was more user-friendly.
user name,
username
n
(computing: log-in name)κωδικός χρήστη ουσ αρσ
 I typed in my user name and password to log in.
user-adjustable adj (that can be customized)που έχει δυνατότητα εξατομίκευσης περίφρ
  ρυθμιζόμενος μτχ ενεστ
  προσαρμοζόμενος μτχ ενεστ
  που προσαρμόζεται στις ανάγκες του χρήστη περίφρ
 My new hearing aid is user-adjustable, so I can control it myself.
user-friendliness n (degree of ease of use)ευκολία χρήσης φρ ως ουσ θηλ
  φιλικότητα προς τον χρήστη περίφρ
  ευχρηστία ουσ θηλ
username,
user name
n
(personal computer login or ID)όνομα χρήστη φρ ως ουσ ουδ
 I forgot my username and password again!
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'user' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: a user agreement, new user [signup, registration], choose a new user name, περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση user στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «user».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!