upset

UK:*UK and possibly other pronunciationsnoun: /ˈʌpsɛt/, adjective: /ˈʌpsɛt/, verb: /ʌpˈsɛt/

US:USA pronunciation: IPAUSA pronunciation: IPA/v., adj. ʌpˈsɛt; n. ˈʌpˌsɛt/

US:USA pronunciation: respellingUSA pronunciation: respelling(v., adj. up set; n. upset′)


Inflections of 'upset' (v): (⇒ conjugate)
upsets
v 3rd person singular
upsetting
v pres p
upset
v past
upset
v past p
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
upset adj (emotionally disturbed)ταραγμένος, συγχυσμένος, αναστατωμένος μτχ πρκ
  στενοχωρημένος μτχ πρκ
 She was upset about her friend's actions.
 Ήταν ταραγμένη για τις πράξεις της φίλης της.
upset [sb] vtr (disturb emotionally)ταράζω, συγχύζω, αναστατώνω ρ μ
  στενοχωρώ ρ μ
 She upset him with her actions.
 Τον τάραξε με τις πράξεις της.
upset [sb] vtr (disturb the health of)χαλάω ρ μ
  (στομάχι)ανακατεύω ρ μ
 I think that pizza upset my stomach.
 Νομίζω πως η πίτσα μου χάλασε το στομάχι.
 Νομίζω πως η πίτσα μου ανακάτεψε το στομάχι.
upset [sb] vtr (defeat unexpectedly)νικώ αναπάντεχα, νικώ απροσδόκητα ρ μ + επίρ
  κάνω αναπάντεχη νίκη, κάνω απροσδόκητη νίκη περίφρ
 The team from the small town upset the favourites, 2-1.
 Η ομάδα από τη μικρή πόλη νίκησε απροσδόκητα το φαβορί με 2-1.
upset n (unexpected defeat)αναπάντεχη ήττα φρ ως ουσ θηλ
  (μεταφορικά)ήττα βόμβα φρ ως ουσ θηλ
 The upset of the top ranked team stunned the basketball world.
 Η αναπάντεχη ήττα της κορυφαίας ομάδας άφησε έκπληκτο τον κόσμο του μπάσκετ.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
upset n (emotional trouble)αναστάτωση ουσ θηλ
  (διάψευση προσδοκιών)απογοήτευση ουσ θηλ
  (αίσθημα θλίψης)στενοχώρια ουσ θηλ
 Her upset over his actions led to their break-up.
upset n (act of overturning)ανατροπή ουσ θηλ
 The young candidate's upset of the older man's majority surprised everyone.
upset [sth] vtr (invalidate)ανατρέπω ρ μ
 This new information has upset everything we had thought was correct.
upset [sth] vtr (overturn)ανατρέπω ρ μ
 The new politician upset the older candidate's majority.
upset vtr (disturb physically, knock over)αναποδογυρίζω ρ μ
  ανατρέπω ρ μ
 He upset the pitcher of water and soaked the carpet.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
get upset vi informal (become distressed) (έμφαση στην απογοήτευση)στενοχωριέμαι ρ αμ
  (έμφαση στην ενόχληση)αναστατώνομαι ρ αμ
  (πιο έντονο)θυμώνω ρ αμ
 Sometimes people get upset for no reason.
 Please don't get upset over minor setbacks.
 Μερικές φορές οι άνθρωποι στεναχωριούνται χωρίς λόγο. // Σε παρακαλώ μην στεναχωριέσαι για μικρές αναποδιές.
stomach upset n (illness affecting stomach)γαστρίτιδα ουσ θηλ
upset forging n (metalworking technique) (μεταλλουργία)σύνθλιψη, συμπίεση ουσ θηλ
upset stomach n (pain in upper abdomen)στομαχικό πόνο επίθ + ουσ ουδ
 Ian was suffering from an upset stomach.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'upset' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: upset [the teacher, your parents], in a [major, great, surprising, humiliating] upset, [get, am] upset over what she [said, did, tried], περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση upset στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «upset».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!