• WordReference
  • Definition

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
upsell [sth],
up-sell [sth]
vtr
(sell [sth] extra) (μάρκετινγκ)κάνω up sell σε κτ περίφρ
  (πιο απλά)πουλάω επιπλέον προϊόντα περίφρ
 The company that installed our security system is continually emailing us to upsell innovations of one kind or another.
upsell vi (sell extras) (μάρκετινγκ)κάνω up sell περίφρ
  (πιο απλά)πουλάω επιπλέον προϊόντα περίφρ
 The car salesman was upselling for all he was worth, but Fran insisted on only buying the basic model.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση upsell στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «upsell».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!