twisting

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈtwɪstɪŋ/US:USA pronunciation: respellingUSA pronunciation: respelling(twisting)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: twisting, twist

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
twisting adj (route: with many bends) (δρόμος)στριφογυριστός επίθ
  γεμάτος στροφές περίφρ
 A twisting mountain road took us right to the summit.
twisting n (turning motion)στροφή, περιστροφή ουσ θηλ
  συστροφή ουσ θηλ
  (για άτομο)το να στριφογυρίζω περίφρ
 Twisting and bending makes my side hurt.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
twist [sth] vtr (wind, twine, coil)τυλίγω ρ μ
  στριφογυρίζω ρ μ
 Helen took hold of a lock of her hair and twisted it around her finger.
 Η Ελένη πήρε μια μπούκλα από τα μαλλιά της και τα τη στριφογύριζε γύρω από το δάχτυλό της.
twist [sth] vtr (turn, rotate)στρίβω ρ μ
  περιστρέφω ρ μ
 Dan twisted the cap of the jar to undo it.
 Ο Νταν έστριψε το καπάκι του βάζου για να το ανοίξει.
twist [sth] vtr figurative (distort meaning)διαστρεβλώνω ρ μ
  παραποιώ ρ μ
 Don't try to twist things; you know that isn't what I meant!
 Μην προσπαθείς να διαστρεβλώσεις τα πράγματα· ξέρεις ότι δεν εννοούσα αυτό!
twist vi (turn)στρίβω ρ αμ
  (πολλές στροφές)ελίσσομαι ρ αμ
  έχω στροφές, κάνω στροφές περίφρ
 The road twisted through the mountains.
 Ο δρόμος ελισσόταν μέσα στα βουνά.
twist n (physical: curve)στροφή ουσ θηλ
 Ada came to a twist in the road that seemed to take her back in the direction she'd come from; she was sure she was lost.
 Η Άντα έφτασε σε μια στροφή του δρόμου που φαινόταν να την οδηγεί πίσω προς την κατεύθυνση από την οποία ήρθε· ήταν σίγουρη πως είχε χαθεί.
twist n (coil, distortion)τσάκιση ουσ θηλ
  (επίσημο)γωνίωση ουσ θηλ
 There was a twist in the hosepipe, preventing the water coming through.
 Υπήρχε μια τσάκιση στο λάστιχο που εμπόδιζε το νερό να περάσει.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
twist [sth] vtr (joint)στραμπουλάω, στραμπουλίζω ρ μ
 Elizabeth has twisted her ankle, so she can't play football tonight.
twist n (of joint)στραμπούληγμα ουσ ουδ
 It was a bad twist and the doctor told Ben not to use the arm for a few days at least.
twist n (dance)τουίστ ουσ ουδ άκλ
 Everyone in the dance hall was doing the twist.
twist n figurative (in story)ανατροπή ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη)plot twist φρ ως ουσ ουδ
 I hate it when people give away the twist at the end of a film.
twist n (tangle, knot)συνονθύλευμα ουσ ουδ
  κόμπος ουσ αρσ
  (καθομιλουμένη)χαμός ουσ αρσ
 There was a twist of wires behind the TV.
twist n (act of twisting)στριφογύρισμα ουσ ουδ
  περιστροφή ουσ θηλ
 One twist was enough to take the lid off the jar.
twist n ([sth] twisted)τυλιγμένος μτχ πρκ
  ρολό ουσ ουδ
 The shopkeeper wrapped each sweet in a twist of paper.
 Ο μαγαζάτορας τύλιξε κάθε γλυκό σε ένα τυλιγμένο χαρτί.
twist n (something different)παραλλαγή ουσ θηλ
  (μεταφορικά, καθομιλουμένη)τσαχπινιά ουσ θηλ
 Try our recipe for pasta salad with a twist.
twist vi (turn, rotate)περιστρέφομαι ρ αμ
 The weather vane twisted in the wind.
twist vi (squirm)στριφογυρίζω, στριφογυρνάω ρ αμ
 The little girl couldn't keep still; she kept twisting in her chair.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
twisting | twist
ΑγγλικάΕλληνικά
arm-twisting n figurative (forceful persuasion)εξαναγκασμός ουσ αρσ
  εκβιασμός ουσ αρσ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'twisting' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση twisting στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «twisting».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!