• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
Σε αυτή τη σελίδα: writhing, writhe

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
writhing adj (twisting and turning)που σφαδάζει περίφρ
  που σπαρταρά περίφρ
 The Medusa's hair was a mass of writhing snakes.
writhing adj (body: twisting and turning in pain)που σφαδάζει περίφρ
  που σπαρταρά περίφρ
 The medic told the writhing soldier to stay calm.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
writhe vi (squirm, struggle)στριφογυρίζω ρ αμ
  κουνιέμαι σαν χέλι έκφρ
 The cat was writhing, trying to get out of my grip.
writhe vi (twist and turn in pain)σφαδάζω ρ αμ
 The injured football player was writhing on the ground, holding his knee.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
writhe n rare (instance of writhing)σπασμός ουσ αρσ
 "The pain!" the soldier yelled with a writhe.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
writhe | writhing
ΑγγλικάΕλληνικά
writhe in pain,
writhe in agony
v expr
(squirm, twist in pain)σφαδάζω από τους πόνους έκφρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'writhing' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση writhing στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «writhing».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!