title

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈtaɪtəl/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˈtaɪtəl/ ,USA pronunciation: respelling(tītl)

Inflections of 'title' (v): (⇒ conjugate)
titles
v 3rd person singular
titling
v pres p
titled
v past
titled
v past p
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
title n (name)τίτλος ουσ αρσ
 What's the title of your speech?
 Ποιος είναι ο τίτλος της ομιλίας σου;
title n (chapter heading)επικεφαλίδα ουσ θηλ
  τίτλος ουσ αρσ
 Each chapter has its own title.
 Κάθε κεφάλαιο έχει τη δική του επικεφαλίδα.
title n (term of address)προσφώνηση ουσ θηλ
  τίτλος ουσ αρσ
 Which title does she go by: Professor or Doctor?
 Ποιον τίτλο χρησιμοποιεί: Καθηγήτρια ή Δόκτορ;
title n (sporting prize)τίτλος ουσ αρσ
 A Canadian has taken the title in the snowboarding championships.
title n figurative (book) (βιβλίο)τίτλος ουσ αρσ
 We publish a dozen titles each year.
 Εκδίδουμε δώδεκα τίτλους τον χρόνο.
title n (law: ownership)τίτλος ιδιοκτησίας φρ ως ουσ αρσ
 This document gives you title to the property.
title [sb] [sth] vtr (confer a title on)ονομάζω ρ μ
  δίνω σε κπ τον τίτλο έκφρ
 They titled her "The Queen of Jazz."
 Την ονόμασαν «Η βασίλισσα της τζαζ».
title [sth] [sth] vtr (name)τιτλοφορώ ρ μ
  δίνω τίτλο σε κτ περίφρ
 He titled his book, "The American Dream."
 Τιτλοφόρησε το βιβλίο του «Το Αμερικανικό Όνειρο».
titles npl (film: opening credits)τίτλοι ουσ αρσ πλ
  τίτλοι αρχής φρ ως ουσ αρσ
 It's rude to enter the movie theater after the titles have rolled.
 Είναι αγένεια να μπαίνεις στην αίθουσα του σινεμά αφότου έχουν πέσει οι τίτλοι.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
job title n (name of a professional role)θέση ουσ θηλ
  ονομασία της θέσης εργασίας περίφρ
 Her job title was "Manager of Human Resources".
 Η θέση της ήταν «Διευθύντρια Ανθρώπινου Δυναμικού».
quiet title n (law: property right)νομικώς τακτοποιημένος τίτλος φρ ως ουσ αρσ
running title n (book: heading at top of every page) (σε βιβλίο, μυθιστόρημα)συνεχής τίτλος επίθ + ουσ αρσ
  (εκδόσεις)τίτλος τυπωμένος ανά σελίδα περίφρ
title commitment n (financial document: insurance agreement)ασφάλεια τίτλου, ασφάλιση τίτλου φρ ως ουσ θηλ
title deed n (property ownership document)τίτλος ιδιοκτησίας ουσ αρσ
 I keep the title deed to my house in a vault at the bank.
title insurance (insurance)ασφάλιση τίτλου φρ ως ουσ θηλ
title page n (page of a book bearing its title) (βιβλίο, περιοδικό)εξώφυλλο ουσ ουδ
  (εφημερίδα)πρωτοσέλιδο ουσ ουδ
 She was delighted to see her name on the title page.
title role n (acting: part of eponymous character)επώνυμος ρόλος ουσ αρσ
title song n (film, etc.: main theme tune) (ταινίας, δίσκου)ομώνυμο τραγούδι επίθ + ουσ ουδ
  (ταινίας, σειράς)τραγούδι των τίτλων φρ ως ουσ ουδ
Σχόλιο: Συνήθως αναφέρεται στο τραγούδι που φέρει τον ίδιο τίτλο με το έργο. Σε ταινίες/σειρές, είναι συχνά το τραγούδι που ακούγεται στους τίτλους.
working title n (name or heading of [sth] while in progress)προσωρινός τίτλος επίθ + ουσ αρσ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'title' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: titled the [book, report, paper, movie], a [book, movie, play, song] title, the title deeds [to, of] the [property, house], περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση title στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «title».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!