teaching

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈtiːtʃɪŋ/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˈtitʃɪŋ/ ,USA pronunciation: respelling(tēching)

From the verb teach: (⇒ conjugate)
teaching is: Click the infinitive to see all available inflections
v pres p
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage
Σε αυτή τη σελίδα: teaching, teach

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
teaching n (imparting knowledge)διδασκαλία ουσ θηλ
  (συνήθως θρησκευτική)διδαχή ουσ θηλ
 John discovered that the teaching of woodworking techniques was more difficult than he had thought.
 Ο Τζον ανακάλυψε ότι η διδασκαλία των τεχνικών της ξυλουργικής ήταν πιο δύσκολη από ότι πίστευε.
teaching n (profession)διδασκαλία ουσ θηλ
  εκπαίδευση ουσ θηλ
 Sophie decided to go into teaching when she finished university.
 Η Σοφία αποφάσισε να ασχοληθεί με τη διδασκαλία όταν τελείωσε το πανεπιστήμιο.
teaching n often plural (doctrines)διδαχή ουσ θηλ
 Devout Christians believe we should follow the Bible's teachings.
 Οι ευσεβείς Χριστιανοί πιστεύουν ότι πρέπει να ακολουθούμε τις διδαχές της Βίβλου.
teaching adj (relating to education)διδακτικός επίθ
  εκπαιδευτικός επίθ
 This researcher also has a teaching role.
 Αυτός ο ερευνητής έχει και εκπαιδευτική θέση.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
teach vi (give instruction)διδάσκω ρ μ
  κάνω μάθημα περίφρ
  (ως επάγγελμα)είμαι καθηγητής ρ έκφρ
 When I grow up, I want to teach.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Του αρέσει πολύ να διδάσκει.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Tου αρέσει πολύ να κάνει μάθημα.
 Όταν μεγαλώσω, θέλω να γίνω καθηγητής.
teach [sth] vtr (give instruction in)διδάσκω ρ μ
  παραδίδω μάθημα περίφρ
  (καθομιλουμένη)κάνω μάθημα περίφρ
 Brian wants to teach physics.
 Ο Μπράιαν θέλει να διδάξει φυσική.
 Ο Μπράιαν θέλει να παραδίδει μαθήματα φυσικής.
 Ο Μπράιαν θέλει να κάνει μαθήματα φυσικής.
teach [sb] vtr (educate)διδάσκω ρ μ
 Lee hopes to teach young children.
 Ο Λι ελπίζει να διδάξει μικρά παιδιά.
teach [sb] [sth] vtr (give instruction to [sb] in)διδάσκω κτ σε κπ ρ μ + πρόθ
  (όχι σε σχολείο)μαθαίνω κτ σε κπ ρ μ + πρόθ
 Ben teaches high school kids French and Spanish.
teach [sb] to do [sth],
teach [sb] how to do [sth]
v expr
(instruct in technique)διδάσκω κπ να κάνει κτ έκφρ
  μαθαίνω σε κπ να κάνει κτ έκφρ
 Dave is teaching his teenage daughter to drive a car.
 Who taught you how to skate?
teach [sb] about [sth] vtr + prep (give knowledge of)μαθαίνω κτ σε κπ, διδάσκω κτ σε κπ ρ μ + πρόθ
  ενημερώνω κπ για κτ ρ μ + πρόθ
 The clinic teaches people about health issues.
 Sonoko taught me about Japanese food and culture.
 Το σεμινάριο ενημερώνει τον κόσμο για θέματα υγείας.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
teach n US, slang, abbreviation (teacher: term of address)δάσκαλος, δασκάλα ουσ αρσ, ουσ θηλ
  (γυμνάσιο, λύκειο)καθηγητής, καθηγήτρια ουσ αρσ, ουσ θηλ
  (ευγενικό, σε κάθε περίπτωση)κύριε, κυρία ουσ αρσ, ουσ θηλ
 How's it going, Teach?
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
teaching | teach
ΑγγλικάΕλληνικά
corporate teaching n (business training)διδασκαλία σε στελέχη επιχειρήσεων περίφρ
  παροχή εκπαίδευσης σε εργαζόμενους περίφρ
teaching aid (extra teaching material)βοηθητικό εκπαιδευτικό υλικό φρ ως ουσ ουδ
teaching assistant n (classroom helper) (δημοτικό)βοηθός δασκάλου φρ ως ουσ αρσ/θηλ
  (γυμνάσιο, λύκειο)βοηθός καθηγητή φρ ως ουσ αρσ/θηλ
Σχόλιο: δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία
 The teaching assistant helped the teacher grade papers.
teaching assistant n (university assistant teacher)βοηθός καθηγητή φρ ως ουσ αρσ/θηλ
teaching degree n (postgraduate qualification to teach)πτυχίο διδασκαλίας φρ ως ουσ ουδ
teaching fellow n (postgraduate teaching assistant)βοηθός καθηγητή φρ ως ουσ αρσ/θηλ
 Teaching fellows are chosen for their academic achievements, not their teaching ability.
teaching hospital (medical college hospital)πανεπιστημιακό νοσοκομείο επίθ + ουσ ουδ
teaching material n often plural (educational resource)διδακτικό υλικό επίθ + ουσ ουδ
teaching method n (educational approach or technique)διδακτική μέθοδος, παιδαγωγική μέθοδος επίθ + ουσ θηλ
  μέθοδος διδασκαλίας φρ ως ουσ θηλ
 Lozanov invented a new teaching method in the 1960s.
teaching staff npl (people who teach, teachers)εκπαιδευτικό προσωπικό επίθ + ουσ ουδ
  διδακτικό προσωπικό επίθ + ουσ ουδ
teaching style n (educational approach)στυλ διδασκαλίας φρ ως ουσ ουδ
  ύφος διδασκαλίας φρ ως ουσ ουδ
  μέθοδος διδασκαλίας φρ ως ουσ θηλ
  διδακτική μέθοδος επίθ + ουσ θηλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'teaching' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: teaching [tools, materials], the teaching [staff, personnel, members], [five years', solid, little, no] teaching experience, περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση teaching στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «teaching».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!