WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
role-playing,
role playing
n
(teaching, psychotherapy method) (παιδαγωγικά, ψυχοθεραπεία)παιχνίδι ρόλων φρ ως ουσ ουδ
 Role-playing can build confidence when preparing for job interviews.
role-playing,
role playing
n
(behavior change)το να παίζω ένα ρόλο περίφρ
role-playing n as adj (pertaining to role-playing)του παιχνιδιού ρόλων περίφρ
  που σχετίζεται με το παιχνίδι ρόλων περίφρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
role play,
role playing
n
(playacting, simulation)αναπαράσταση ουσ θηλ
  παιχνίδι ρόλων φρ ως ουσ ουδ
 “Today we'll be doing a role play exercise,” said the teacher.
 «Σήμερα θα κάνουμε μια άσκηση αναπαράστασης,» είπε ο δάσκαλος.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'role-playing' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση role-playing στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «role-playing».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!