WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| team up vi phrasal | (join forces) | συνεργάζομαι ρ αμ |
| | | ενώνω τις δυνάμεις μου περίφρ |
| | The two councils have teamed up to launch a joint investment plan. |
| | Τα δύο συμβούλια συνεργάστηκαν για να παρουσιάσουν ένα κοινό σχέδιο επενδύσεων. |
| | ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Τα κόμματα της αντιπολίτευσης ενώνουν τις δυνάμεις τους στις επικείμενες εκλογές με την ελπίδα να πετύχουν καλύτερο αποτέλεσμα όλοι μαζί. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Phrasal verbs
|
| team up with [sb/sth] vi phrasal + prep | informal (join forces with) | συνεργάζομαι με κπ/κτ ρ αμ + πρόθ |
| | | ενώνω τις δυνάμεις μου με κπ/κτ περίφρ |
| | The US teamed up with Britain to defeat Germany in Word War II. |