surfing

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈsɜːrfɪŋ/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˈsɝfɪŋ/ ,USA pronunciation: respelling(sûrfing)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: surfing, surf

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
surfing,
surfboarding
n
(sport: riding waves)σέρφινγκ, σερφ ουσ ουδ άκλ
  (επίσημο)κυματοδρομία ουσ θηλ
 Surfing's very popular here, even though the water's always cold.
 Το σέρφινγκ είναι πολύ δημοφιλές εδώ, παρόλο που το νερό είναι πάντοτε κρύο.
surfing n informal (internet: browsing) (στο διαδίκτυο)πλοήγηση ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη)σερφάρισμα ουσ ουδ
 Surfing can be a serious time-waster.
surfing,
surfboarding
adj
(engaged in surfboarding)που κάνει σερφ, που κάνει σέρφινγκ περίφρ
 The photographers took several shots of the surfing teenagers.
surfing adj informal (browsing the Internet) (σε γενική)πλοήγησης ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη: σε γενική)σερφαρίσματος ουσ ουδ
 The survey assesses the surfing habits of teenagers.
 Η μελέτη ασχολείται με τις συνήθειες σερφαρίσματος των εφήβων.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
surf vi (sport)κάνω σερφ, κάνω σέρφινγκ περίφρ
 The group of friends live near the beach and they all surf at the weekends.
 Η παρέα των φίλων μένει κοντά στην παραλία και όλοι κάνουν σέρφινγκ τα σαββατοκύριακα.
surf vi figurative, informal (TV, internet: look around) (καθομ: Ίντερνετ)σερφάρω ρ αμ
  (καθομ: τηλεόραση)κάνω ζάπινγκ περίφρ
  (ανεπίσημο: γενικά)χαζεύω ρ αμ
 The teacher told the class that the internet was good for research, but they should remain focused and not waste their time surfing.
 Ο δάσκαλος είπε στην τάξη του ότι το ίντερνετ ήταν καλό για έρευνα, αλλά θα πρέπει να μένουν συγκεντρωμένοι και να μην σπαταλάνε τον χρόνο τους σερφάροντας.
surf [sth] vtr figurative, informal (TV, internet: look around) (καθομ: Ίντερνετ)σερφάρω σε κτ ρ αμ + πρόθ
  (καθομ: τηλεόραση)κάνω ζάπινγκ σε κτ περίφρ
  (ανεπίσημο: γενικά)χαζεύω σε κτ ρ αμ + πρόθ
 John flopped on the sofa and surfed the TV channels, looking for something good to watch.
 Ο Τζον σωριάστηκε στον καναπέ και έκανε ζάπινγκ στην τηλεόραση ψάχνοντας κάτι καλό για να δει.
surf n (waves)κύματα ουσ ουδ πλ
 Emma stood on the beach, watching the surf.
 Η Έμα στεκόταν στην παραλία χαζεύοντας τα κύματα.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
surfing | surf
ΑγγλικάΕλληνικά
ski surfing n (watersport: riding a jet ski) (ενέργεια: θαλάσσιο άθλημα)τζετ σκι ουσ ουδ άκλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'surfing' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: [stand-up, professional, sports] surfing, [love, go, practice, teach] surfing, surfing is [a popular, an adventurous] sport, περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση surfing στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «surfing».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!