WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
surfing, surfboarding n | (sport: riding waves) | σέρφινγκ, σερφ ουσ ουδ άκλ |
| | (επίσημο) | κυματοδρομία ουσ θηλ |
| | Surfing's very popular here, even though the water's always cold. |
| | Το σέρφινγκ είναι πολύ δημοφιλές εδώ, παρόλο που το νερό είναι πάντοτε κρύο. |
| surfing n | informal (internet: browsing) (στο διαδίκτυο) | πλοήγηση ουσ θηλ |
| | (καθομιλουμένη) | σερφάρισμα ουσ ουδ |
| | Surfing can be a serious time-waster. |
surfing, surfboarding adj | (engaged in surfboarding) | που κάνει σερφ, που κάνει σέρφινγκ περίφρ |
| | The photographers took several shots of the surfing teenagers. |
| surfing adj | informal (browsing the Internet) (σε γενική) | πλοήγησης ουσ θηλ |
| | (καθομιλουμένη: σε γενική) | σερφαρίσματος ουσ ουδ |
| | The survey assesses the surfing habits of teenagers. |
| | Η μελέτη ασχολείται με τις συνήθειες σερφαρίσματος των εφήβων. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| surf⇒ vi | (sport) | κάνω σερφ, κάνω σέρφινγκ περίφρ |
| | The group of friends live near the beach and they all surf at the weekends. |
| | Η παρέα των φίλων μένει κοντά στην παραλία και όλοι κάνουν σέρφινγκ τα σαββατοκύριακα. |
| surf vi | figurative, informal (TV, internet: look around) (καθομ: Ίντερνετ) | σερφάρω ρ αμ |
| | (καθομ: τηλεόραση) | κάνω ζάπινγκ περίφρ |
| | (ανεπίσημο: γενικά) | χαζεύω ρ αμ |
| | The teacher told the class that the internet was good for research, but they should remain focused and not waste their time surfing. |
| | Ο δάσκαλος είπε στην τάξη του ότι το ίντερνετ ήταν καλό για έρευνα, αλλά θα πρέπει να μένουν συγκεντρωμένοι και να μην σπαταλάνε τον χρόνο τους σερφάροντας. |
| surf [sth]⇒ vtr | figurative, informal (TV, internet: look around) (καθομ: Ίντερνετ) | σερφάρω σε κτ ρ αμ + πρόθ |
| | (καθομ: τηλεόραση) | κάνω ζάπινγκ σε κτ περίφρ |
| | (ανεπίσημο: γενικά) | χαζεύω σε κτ ρ αμ + πρόθ |
| | John flopped on the sofa and surfed the TV channels, looking for something good to watch. |
| | Ο Τζον σωριάστηκε στον καναπέ και έκανε ζάπινγκ στην τηλεόραση ψάχνοντας κάτι καλό για να δει. |
| surf n | (waves) | κύματα ουσ ουδ πλ |
| | Emma stood on the beach, watching the surf. |
| | Η Έμα στεκόταν στην παραλία χαζεύοντας τα κύματα. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: