WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| surf⇒ vi | (sport) | κάνω σερφ, κάνω σέρφινγκ περίφρ |
| | The group of friends live near the beach and they all surf at the weekends. |
| | Η παρέα των φίλων μένει κοντά στην παραλία και όλοι κάνουν σέρφινγκ τα σαββατοκύριακα. |
| surf vi | figurative, informal (TV, internet: look around) (καθομ: Ίντερνετ) | σερφάρω ρ αμ |
| | (καθομ: τηλεόραση) | κάνω ζάπινγκ περίφρ |
| | (ανεπίσημο: γενικά) | χαζεύω ρ αμ |
| | The teacher told the class that the internet was good for research, but they should remain focused and not waste their time surfing. |
| | Ο δάσκαλος είπε στην τάξη του ότι το ίντερνετ ήταν καλό για έρευνα, αλλά θα πρέπει να μένουν συγκεντρωμένοι και να μην σπαταλάνε τον χρόνο τους σερφάροντας. |
| surf [sth]⇒ vtr | figurative, informal (TV, internet: look around) (καθομ: Ίντερνετ) | σερφάρω σε κτ ρ αμ + πρόθ |
| | (καθομ: τηλεόραση) | κάνω ζάπινγκ σε κτ περίφρ |
| | (ανεπίσημο: γενικά) | χαζεύω σε κτ ρ αμ + πρόθ |
| | John flopped on the sofa and surfed the TV channels, looking for something good to watch. |
| | Ο Τζον σωριάστηκε στον καναπέ και έκανε ζάπινγκ στην τηλεόραση ψάχνοντας κάτι καλό για να δει. |
| surf n | (waves) | κύματα ουσ ουδ πλ |
| | Emma stood on the beach, watching the surf. |
| | Η Έμα στεκόταν στην παραλία χαζεύοντας τα κύματα. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: