| Κύριες μεταφράσεις | 
fill [sth] in,  fill in [sth] vtr phrasal sep |  (complete: a form, blank) | συμπληρώνω ρ μ | 
|   | If you don't fill in every answer on the form, the inspector will be suspicious. | 
|   | Αν δεν συμπληρώσεις όλες τις απαντήσεις στο έντυπο, ο επιθεωρητής θα αρχίσει να έχει υποψίες. | 
fill [sth] in,  fill in [sth] vtr phrasal sep |  (details, information: provide in writing) | συμπληρώνω ρ μ | 
|   | Please fill in your name, address and email so we can get back to you. | 
|   | Συμπληρώστε, παρακαλώ, το όνομά σας, τη διεύθυνση και το email σας, προκειμένου να επικοινωνήσουμε μαζί σας. | 
| fill in vi phrasal |  informal (substitute for [sb]) | αντικαθιστώ ρ μ | 
|   | John had an emergency so I am filling in. | 
|   | Του Τζον του έτυχε κάτι επείγον και τον αντικαθιστώ εγώ. | 
| fill in for [sb] vi phrasal + prep |  informal (substitute for [sb]) (κάποιον) | αντικαθιστώ ρ μ | 
|   | I'm filling in for my boss at the board meeting next week. | 
|   | Θα αντικαταστήσω το αφεντικό μου στη συνεδρίαση του συμβουλίου την επόμενη βδομάδα. | 
| fill [sb] in vtr phrasal sep |  figurative, informal (person: update) | ενημερώνω ρ μ | 
|   | He had to leave the meeting for a while, so we filled him in when he got back. | 
|   | Έπρεπε να φύγει για λίγο από τη συνεδρίαση, γι' αυτό τον ενημερώσαμε όταν επέστρεψε. | 
| fill [sb] in on [sth] v expr |  figurative, informal (person: update) | ενημερώνω κπ για κτ ρ μ + πρόθ | 
|   | Andy filled me in on the latest developments. | 
|   | Ο Άντι με ενημέρωσε για τις τελευταίες εξελίξεις. | 
| fill-in n |  informal (person: substitute) | αντικαταστάτης, αντικαταστάτρια ουσ αρσ, ουσ θηλ | 
|   | The assistant coach will be the fill-in for the head coach who's ill tonight. | 
|   | Ο βοηθός προπονητή θα είναι ο αντικαταστάτης του επικεφαλής προπονητή που είναι άρρωστος απόψε. | 
| fill-in adj |  informal (temporary) | προσωρινός, πρόσκαιρος επίθ | 
|   | I'm afraid it's only a fill-in post we're offering you. | 
|   | Φοβάμαι πως η θέση που σου προσφέρουμε είναι προσωρινή. |