stretch

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈstrɛtʃ/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/strɛtʃ/ ,USA pronunciation: respelling(strech)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
stretch vi (reach up, out)τεντώνομαι ρ αμ
 Stretch as high as you can and pick that apple from the tree.
 Τεντώσου όσο μπορείς και κόψε εκείνο το μήλο απ' το δέντρο.
stretch vi (on waking: flex muscles)τεντώνομαι ρ αμ
 Sadie turned off her alarm clock and stretched.
 Η Σάντι έκλεισε το ξυπνητήρι της και τεντώθηκε.
stretch [sth] vtr (lengthen, extend)τεντώνω ρ μ
  (επίσημο, λόγιο)εκτείνω ρ μ
 We have to stretch the rope to its full length.
 Πρέπει να τεντώσουμε το σχοινί στο μέγιστο μήκος του.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Εξέτεινε τα χέρια του στον ουρανό και ανέπεμψε μια εγκάρδια προσευχή στο Θεό.
stretch [sth] vtr (make expand)απλώνω ρ μ
  (μτφ: ρούχα, παπούτσια)ανοίγω ρ μ
 The shoes will fit once they've been stretched.
 Τα παπούτσια θα εφαρμόζουν καλά, μόλις ανοίξουν.
stretch [sth] vtr (muscles: flex)κάνω διατάσεις σε κτ περίφρ
 I need to stretch my legs before I run the race.
 Πρέπει να κάνω διατάσεις στα πόδια πριν τρέξω στον αγώνα.
stretch vi (spread, extend)ξεχειλώνω ρ αμ
  (μεταφορικά)ανοίγω ρ αμ
 The fabric will stretch when it's wet, and shrink as it dries.
 Το ύφασμα θα ξεχειλώσει, όταν βραχεί, και θα μαζέψει καθώς θα στεγνώνει.
stretch to [sth] vi + prep informal, figurative (extend to doing [sth])φτάνω ρ μ
 My language skills don't stretch to Japanese.
 Οι γλωσσικές μου δεξιότητες δεν φτάνουν μέχρι τα Ιαπωνικά.
stretch to doing [sth] v expr informal, figurative (extend to [sth](για να κάνω κάτι)φτάνω, αρκώ ρ αμ
  είμαι αρκετός, είμαι επαρκής ρ έκφρ
 I'm afraid my conversational skills in Italian don't stretch to negotiating house prices.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ο Πέτρος ξέρει να μαγειρεύει, αλλά οι ικανότητες του δεν φτάνουν για να φτιάξει μουσακά.
stretch vi (warm up before exercise)κάνω διατάσεις περίφρ
 It's important to stretch before and after exercising.
 Είναι σημαντικό να κάνεις διατάσεις πριν και μετά την άσκηση.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
stretch adj (elasticated)ελαστικός επίθ
  (καθομιλουμένη: για ρούχα)στρετς επίθ άκλ
Σχόλιο: Όταν θέλουμε να αναφερθούμε σε ελαστικό παντελόνι, συνήθως χρησιμοποιούμε τη λέξη «κολάν».
 She put on stretch pants and began to do yoga.
stretch n US, informal (rest)ύπνος ουσ αρσ
  (καθομιλουμένη)υπνάκος ουσ αρσ
  (καθομ, χιουμοριστικό)σιέστα ουσ θηλ άκλ
  (καθομιλουμένη)ξάπλα ουσ θηλ
 I'm going to the bedroom for a stretch after lunch.
stretch n (length of road, track)διαδρομή ουσ θηλ
  δρόμος ουσ αρσ
 The stretch up ahead is flat and straight.
stretch n (time: period, interval)λίγο επίρ
 Let's rest for a stretch after we finish the job.
a stretch,
a bit of a stretch
n
informal, figurative (exaggeration)υπερβολή ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη)παρατραβηγμένος μτχ πρκ
  (μεγάλη υπερβολή)τραβηγμένος από τα μαλλιά έκφρ
 It's a bit of a stretch to call her a teacher. She helps out in the classroom occasionally, that's all.
 Είναι υπερβολή να την αποκαλέσουμε δασκάλα. Βοηθάει καμιά φορά στην τάξη, αυτό είναι όλο.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ε, όχι και όμορφη η Μαρία! Αυτό είναι τραβηγμένο από τα μαλλιά!
stretch n slang (prison term)φυλάκιση ουσ θηλ
  (πολλά χρόνια)κάθειρξη ουσ θηλ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος αργκό.
 The judge sent him down for a ten-year stretch.
stretch n (act of stretching limbs)τέντωμα ουσ ουδ
 A stretch always helps me wake up in the mornings.
stretch n (stretch limo)λιμουζίνα ουσ θηλ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία καθώς ο αγγλικός όρος αναφέρεται σε συγκεκριμένο είδος λιμουζίνας.
 The students hired a stretch for graduation day.
 Οι μαθητές νοίκιασαν μια λιμουζίνα για την ημέρα της αποφοίτησης.
stretch n (elasticity)ελαστικότητα ουσ θηλ
 It's always good to have some clothes with a bit of stretch in them, just in case you put on weight.
stretches npl (warm-up exercise) (συνήθως πληθυντικός)διάταση ουσ θηλ
 I always do a few stretches before I go for my run.
stretch [sth] vtr figurative (money: eke out)κάνω να φτάσει περίφρ
 We have to stretch our money and make it last all week.
 Πρέπει να κάνουμε τα χρήματά μας να φτάσουν για όλη την εβδομάδα.
stretch [sth] vtr (wings: spread)απλώνω ρ μ
  (μεταφορικά)ανοίγω ρ μ
 The turkey stretched its wings and tried to fly, but was too heavy to leave the ground.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Phrasal verbs
ΑγγλικάΕλληνικά
stretch out vi phrasal (lie down, sprawl)απλώνομαι, τεντώνομαι, ξαπλώνω ρ αμ
 I just like to stretch out on the sofa and relax in front of the TV after a hard day at the office.
 Μου αρέσει απλά να ξαπλώνω στον καναπέ και να χαλαρώνω μπροστά στην τηλεόραση μετά από μια δύσκολη μέρα στο γραφείο.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
at a stretch expr (in one session)συνεχόμενα επίρ
  με την μία έκφρ
 Although I can read English for hours, I can only manage about ten pages of French at a stretch.
at a stretch expr UK (if absolutely necessary)στην ανάγκη έκφρ
 The recipe says it's enough for four people, but I think it will feed five at a stretch.
for a stretch adv (for a while)για λίγο φρ ως επίρ
the homestretch (US),
the home stretch,
the home straight (UK)
n
(final stages of race or journey)τελική ευθεία επίθ + ουσ θηλ
 As they approached the home stretch, the two runners engaged in a thrilling race to the finish line.
the homestretch (US),
the home stretch,
the home straight (UK)
n
figurative (final stages of [sth](μεταφορικά)τελική ευθεία επίθ + ουσ θηλ
  τέλος ουσ ουδ
  (μεταφορικά, καθομιλουμένη)η ουρά έκφρ
 This project has taken almost two years of hard work by the team, but we are now in the home stretch.
 Αυτό το έργο χρειάστηκε σχεδόν δύο χρόνια σκληρής δουλειάς από την ομάδα, αλλά τώρα έχουμε φτάσει στην τελική ευθεία.
 Αυτό το έργο χρειάστηκε σχεδόν δύο χρόνια σκληρής δουλειάς από την ομάδα, αλλά τώρα μας έχει μείνει μόνο η ουρά.
stretch back to [sth] v expr (time: go back as far as) (χρόνος: στο παρελθόν)φτάνω μέχρι ρ αμ + πρόθ
 The history of this song stretches back to the 13th century.
stretch mark n often plural (streak on skin) (συχνά πληθυντικός)ραγάδα ουσ θηλ
 After her baby was born, Sarah's stretch marks gradually faded from red to white.
stretch of time n (extended period)μεγάλο διάστημα επίθ + ουσ ουδ
  πολύς χρόνος, πολύς καιρός επίθ + ουσ αρσ
 He did a stretch of time in prison.
stretch [sth] out vtr + adv (extend to full length)απλώνω, τεντώνω ρ μ
 If you stretch out your arm, you can probably reach me.
 Εάν απλώσεις το χέρι σου μάλλον μπορείς να με φτάσεις.
stretch wrap n (plastic film packaging)μεμβράνη συσκευασίας φρ ως ουσ θηλ
stretch your legs v expr informal (walk to exercise leg muscles)περπατώ για να ξεμουδιάσω περίφρ
  πάω για περπάτημα περίφρ
  πάω να ξεμουδιάσω περίφρ
stretch yourself out v expr (lie down, sprawl)απλώνω, τεντώνω, ξαπλώνω ρ μ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'stretch' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: stretch and yawn, a [body, back, leg] stretch, rode in a stretch [limo, limousine], περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση stretch στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «stretch».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!