WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
slouch⇒ vi | (body: drooped posture) | καμπουριάζω ρ αμ |
| Ann is always slouching; she should stand up straight or she'll get a bad back. |
| Η Αν πάντα καμπουριάζει. Πρέπει να στέκεται ίσια ή θα κάνει κακό στην πλάτη της. |
Επιπλέον μεταφράσεις |
slouch n | pejorative, informal (lazy worker) (ανεπίσημο) | χασομέρης, χασομέρισσα ουσ αρσ, ουσ θηλ |
| | τεμπέλης, τεμπέλα ουσ αρσ, ουσ θηλ |
| Tim is such a slouch; I asked him to do that job hours ago and he still hasn't finished it. |
slouch n | (drooping posture) | καμπούρα ουσ θηλ |
| | καμπούριασμα ουσ ουδ |
| | καμπουριαστή στάση επίθ + ουσ θηλ |
| Peter needs to be more careful of his posture if he doesn't want to end up with a permanent slouch. |
| Ο Πίτερ πρέπει να προσέχει περισσότερο τη στάση του σώματός του αν δεν θέλει να καταλήξει με μόνιμη καμπούρα. |
slouch vi | (move in a slovenly way) | περπατάω καμπουριαστός ρ αμ + επίθ |
| | περπατάω καμπουριαστά ρ αμ + επίρ |
| | περπατάω βαριά, περπατάω βαριεστημένα ρ αμ + επίρ |
| Jemima slouched along the street. |
slouch [sth]⇒ vtr | (shoulders: cause to droop) | καμπουριάζω ρ μ |
| (κάτω τους ώμους) | ρίχνω ρ μ |
| Bill slouched his shoulders as he sat down. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: