disorderly

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˌdɪsˈɔːrrli/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/dɪsˈɔrdɚli/ ,USA pronunciation: respelling(dis ôrdər lē)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
disorderly adj (rowdy, unruly)απείθαρχος, άτακτος επίθ
 The disorderly crowd began chanting loudly at the police.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
disorderly conduct n (law: rowdy behavior in public)διατάραξη της τάξης φρ ως ουσ θηλ
  (θόρυβος, φασαρία)διατάραξη της κοινής ησυχίας φρ ως ουσ θηλ
 He was cautioned for disorderly conduct.
disorderly intoxication n (drunk and antisocial behaviour)ανάρμοστη συμπεριφορά λόγω μέθης, παραβατική συμπεριφορά λόγω μέθης περίφρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'disorderly' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση disorderly στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «disorderly».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!