slightly

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈslaɪtli/

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
slightly adv (somewhat)λίγο, κάπως επίρ
  (επίσημο)ελαφρώς επίρ
  (καθομιλουμένη)λιγάκι επίρ
 I'm feeling slightly tired after the walk.
 Νιώθω λίγο (or: κάπως) κουρασμένος μετά τη βόλτα.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ο ηλικιωμένος κύριος αισθανόταν ελαφρώς κουρασμένος και αποσύρθηκε στο δωμάτιό του.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Δεν μέθυσα! Απλώς είμαι λιγάκι ζαλισμένη.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
slightly adv (lightly)ελαφρά, ελαφριά, απαλά επίρ
  (επίσημο)ελαφρώς επίρ
 He touched her slightly to get her attention.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
limp slightly vi (walk with a hobble)κουτσαίνω ελαφρά έκφρ
 Despite years of physiotherapy John still limps slightly.
slightly acidic adj (a little sharp, a bit sour)λίγο/ελαφρώς όξινος/ξυνός έκφρ
 Lemonade can be slightly acidic, depending on how it is made.
slightly acidic adj (containing acid)ελαφρώς όξινος έκφρ
 The mixture was only slightly acidic, but it was enough for the experiment.
slightly salted adj (food: some salt added)λίγο αλμυρός, ελαφρά αλατισμένος περίφρ
 I prefer slightly salted butter for general use, and unsalted when I'm baking cakes.
 Προτιμώ ελαφρά αλατισμένο βούτυρο για γενική χρήση και ανάλατο όταν φτιάχνω κέικ.
slightly yellow adj (a bit discoloured, off-white)ελαφρώς χλωμός, κιτρινωπός έκφρ
 Drinking a lot of tea can stain your teeth slightly yellow.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'slightly' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: slightly [over, less than] [half], is slightly off [center, kilter], is slightly different from the [rest, others, norm], περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση slightly στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «slightly».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!