slightest



From slight (adj):
slighter
adj comparative
slightest
adj superlative
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: slightest, slight

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
slightest,
the slightest
adj
(least possible)ελάχιστος, απειροελάχιστος επίθ
  ο ελάχιστος δυνατός περίφρ
 I'd add just the slightest amount of salt.
slightest,
the slightest
adj
(any at all)παραμικρός επίθ
 If you'd had the slightest concern you would have called us.
slightest,
the slightest
adj
(person: most slender)ο πιο λεπτός, ο πιο αδύνατος περίφρ
 The slightest among the group was a red-haired girl.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
slight adj (very little)ελαφρύς επίθ
 There was a slight breeze blowing.
 Φυσούσε ένα ελαφρύ αεράκι.
slight adj (body: thin)λεπτός, αδύνατος επίθ
 Bill lifted up Mary, who was slight and weighed almost nothing.
 Ο Μπιλ σήκωσε τη Μαίρη, η οποία ήταν λεπτή και δεν ζύγιζε σχεδόν τίποτα.
slight n (snub)προσβολή, αγένεια ουσ θηλ
 Agnes hadn't been invited to the wedding, and she complained about the slight for years.
 Η Άγκνες δεν ήταν προσκεκλημένη στον γάμο και παραπονιόταν γι' αυτήν την αγένεια (or: προσβολή) για χρόνια.
slight [sb] vtr (snub)προσβάλλω, θίγω ρ μ
  υποτιμώ, μειώνω ρ μ
 Peter didn't like John and slighted him at every opportunity.
 Ο Πίτερ δεν συμπαθούσε τον Τζον και τον πρόσβαλλε (or: τον υποτιμούσε) με κάθε ευκαιρία.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
slight adj (not important)μικρός επίθ
  (καθομιλουμένη)ψιλο- πρόθεμα
 We've run into a slight problem, but we should be able to fix it very soon.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
slightest | slight
ΑγγλικάΕλληνικά
in the slightest adv (at all)καθόλου επίρ
 Your bad habits don't bother me in the slightest.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'slightest' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση slightest στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «slightest».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!