|
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: Κύριες μεταφράσεις |
scream n | (yell, shriek) | κραυγή ουσ θηλ |
| | ουρλιαχτό ουσ ουδ |
| (πιο ψηλός τόνος) | τσιρίδα ουσ θηλ |
| | ξεφωνητό ουσ ουδ |
| When he saw the face at the window, Glenn let out a scream. |
| Όταν είδε το πρόσωπο στο παράθυρο, ο Γκλεν έβγαλε μια κραυγή. |
| Όταν είδε το πρόσωπο στο παράθυρο, ο Γκλεν πάτησε μια τσιρίδα. |
scream⇒ vi | (yell, shout) | ουρλιάζω ρ αμ |
| (λόγιος) | κραυγάζω ρ αμ |
| | βγάζω μια κραυγή περίφρ |
| (πιο ψηλός τόνος) | τσιρίζω, ξεφωνίζω ρ αμ |
| Rachel screamed when she saw the spider. |
| Η Ρέιτσελ τσίριξε, όταν είδε την αράχνη. |
scream [sth]⇒ vtr | (yell, shout [sth]) | ουρλιάζω ρ μ |
| | φωνάζω ρ μ |
| (πιο ψηλός τόνος) | τσιρίζω ρ μ |
| The fans were screaming encouragement from the touchline. |
| ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Οι οπαδοί φώναζαν συνθήματα για να ενθαρρύνουν την ομάδα τους. |
scream, scream that vtr | (with clause: yell, shout) (ότι/πως) | ουρλιάζω ρ μ |
| (ότι/πως) | φωνάζω, κραυγάζω ρ μ |
| (πιο ψηλός τόνος: ότι/πως) | τσιρίζω ρ μ |
| Patrick stormed out of the house, screaming that his parents would never see him again. |
| Ο Πάτρικ όρμηξε έξω από το σπίτι, φωνάζοντας ότι οι γονείς του δεν θα τον ξαναδούν ποτέ. |
scream⇒ vi | (baby: cry loudly) | τσιρίζω ρ αμ |
| | ουρλιάζω ρ αμ |
| | πλαντάζω στο κλάμα έκφρ |
| (καθομ, σπάνιο) | τσιροβολώ ρ αμ |
| No one could sleep, because the baby was screaming so much. |
| Κανείς δεν μπορούσε να κοιμηθεί, επειδή το μωρό τσίριζε τόσο πολύ. |
Επιπλέον μεταφράσεις |
a scream n | figurative, informal ([sth] very funny) | ξεκαρδιστικός επίθ |
| (καθομιλουμένη: έχει) | τρελό γέλιο φρ ως ουσ ουδ |
| (καθομιλουμένη) | αφασία ουσ ως επίθ |
| Have you seen that new comedy film? It's a scream! |
scream with laughter v expr | (laugh wildly) | ξεκαρδίζομαι στα γέλια έκφρ |
| The audience screamed with laughter at the comedian's joke. |
scream vi | figurative (be conspicuous) (μεταφορικά) | που φωνάζει περίφρ |
| (μεταφορικά, ανεπίσημο) | που κάνει μπαμ, που βγάζει μάτι έκφρ |
| Bill tended to wear shirts that screamed at you. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Ο όρος 'scream' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
|
|