• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
Σε αυτή τη σελίδα: scrawled, scrawl

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
scrawled adj (handwriting, drawing: sloppily done)προχειρογραμμένος μτχ πρκ
  γραμμένος μτχ πρκ
  γραμμένος βιαστικά μτχ πρκ + επίρ
 I found a scrawled note on the table from my wife, telling me she'd had to go out in a hurry but would be home soon.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
scrawl vi (scribble, write carelessly) (πρόχειρα, απρόσεχτα)γράφω ρ αμ
  (μτφ, καθομιλουμένη)κάνω ορνιθοσκαλίσματα ρ έκφρ
  (χωρίς συγκεκριμένο νόημα)μουτζουρώνω ρ αμ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία.
 The reporter sat scrawling in a notebook in the back of the room.
scrawl [sth] vtr (scribble, write carelessly) (πρόχειρα, απρόσεχτα)γράφω ρ μ
 The professor scrawled the topic of the lesson on the blackboard.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
scrawl n (handwriting) (μεταφορικά)γράμματα ουσ ουδ πλ
  γραφικός χαρακτήρας φρ ως ουσ αρσ
 The note was written in her brother's familiar scrawl.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση scrawled στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «scrawled».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!