• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage
Σε αυτή τη σελίδα: recovered, re-cover, recover

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
recovered adj (patient: returned to normal)που έχει αναρρώσει περίφρ
  που έχει γίνει καλά περίφρ
 A follow-up programme ensures that recovered patients continue to receive regular screening.
recovered adj (lost item: found)που βρέθηκε περίφρ
  που εντοπίστηκε περίφρ
 Many recovered items from the wreckage of the ship are on display in a museum.
recovered adj (file, image: retrieved)που ανακτήθηκε περίφρ
  ανακτηθείς μτχ ενεστ
 Jane saved the recovered file with a sigh of relief.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
re-cover [sth] vtr (put a new cover on)ξανακαλύπτω ρ μ
  επανατοποθετώ κάλυμμα ρ μ + ουσ ουδ
  (με ύφασμα)ξαναντύνω ρ μ
 We need to re-cover the sofa, as the stains won't come out.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
recover [sth] vtr (regain)ανακτώ ρ μ
  (καθομιλουμένμη)ξαναβρίσκω ρ μ
 The baroness never recovered her stolen diamond collection.
 Η βαρόνη δεν ανέκτησε ποτέ την κλεμμένη συλλογή διαμαντιών.
 Η βαρόνη ποτέ δε ξαναβρήκε την κλεμμένη συλλογή διαμαντιών.
recover vi (regain health)αναρρώνω ρ αμ
  συνέρχομαι ρ αμ
  (καθομιλουμένη)γίνομαι καλά ρ αμ + επίρ
 The athlete recovered swiftly after the knee surgery.
 Ο αθλητής ανάρρωσε σύντομα μετά την εγχείρηση στο γόνατο.
recover from [sth] vi + prep (regain health)αναρρώνω από κτ ρ αμ + πρόθ
  συνέρχομαι από κτ ρ αμ + πρόθ
 It takes time to recover from a serious illness.
 Θέλει χρόνο για να αναρρώσεις (or: συνέλθεις) από μια σοβαρή ασθένεια.
recover [sth] vtr (health, strength: regain) (την υγειά μου)ξαναβρίσκω ρ μ
  αναρρώνω ρ αμ
  συνέρχομαι ρ αμ
  (καθομιλουμένη)γίνομαι καλά περίφρ
 She recovered her health after a week in hospital.
 Ξαναβρήκε την υγειά της μετά από μία εβδομάδα στο νοσοκομείο.
recover [sth] vtr (waste: collect for upcycling)ανακτώ ρ μ
  επαναχρησιμοποιώ ρ μ
 The company recovers waste and transforms it into useful materials.
recover [sth] vtr (law: obtain by judgment)αποζημιώνομαι για κτ ρ αμ + πρόθ
  λαμβάνω αποζημίωση για κτ έκφρ
 They filed a lawsuit to recover damages due for the boy's death.
recover vi (Amer. football: regain possession)ξανακερδίζω την κατοχή της μπάλας περίφρ
 After the fumble, he recovered, making an unlikely touchdown.
recover [sth] vtr (make up for)αναπληρώνω ρ μ
  ξανακερδίζω ρ μ
 He tried to recover lost time by spending all his time with his children.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'recovered' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση recovered στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «recovered».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!